Με πήγε απευθείας στο σπίτι του που βρισκόταν λίγο πιο έξω από το κέντρο του Μανχάταν. Βρισκόταν σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων με κάγκελα στα παράθυρα και στενά μπαλκόνια. Ανεβήκαμε στον τέταρτο όροφο με τα πόδια καθώς δεν είχε ασανσέρ και άνοιξε την πόρτα. Μπήκε βιαστικά μέσα, μουρμουρίζοντας κάτι για την ακαταστασία και την άφησε ανοιχτή για να μπω. Το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό, και μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι. Έβλεπα τον Λούκας να μαζεύει με βιαστικές κινήσεις, άδεια μπουκάλια πεταμένα στο πάτωμα, να αδειάζει τασάκια γεμάτα και γέλασα αχνά. Με μια κίνηση άνοιξε τις κουρτίνες και το φως του ήλιου ξεχύθηκε στον χώρο. Είχε ένα όμορφο διαμέρισμα... μικρό αλλά πολύ συμπαθητικό.
Έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα, άνοιξε τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας και να διώξει την μυρωδιά από τα τσιγαριλίκια που κάπνιζε. "Μένω μόνος... οπότε..." προσπάθησε να δικαιολογηθεί για την ακαταστασία μα τον σταμάτησα με μια κίνηση του χεριού μου. Μου έδειξε το χώρο, το υπνοδωμάτιο, όπου έβγαλε απευθείας τα χρησιμοποιημένα σεντόνια και έστρωσε καθαρά, το μπάνιο, και την μικρή κουζίνα δίπλα στο σαλόνι.
Αφού τακτοποίησε βιαστικά ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. "Θα κοιμάμαι εδώ, θα κοιμάσαι μέσα, θα χρησιμοποιείς ότι θες από εδώ, θα τρως ότι έχω στο ψυγείο, και γενικά θέλω να νιώσεις άνετα όπως στο σπίτι σου" μου είπε με μια ανάσα και κράτησε τα χέρια μου στα δικά του. "Δεν θέλω να σε ξεβολέψω" του είπα με ειλικρίνεια μα με διέκοψε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. "Δεν ξέρω τι έχει γίνει, και πιο καθίκι σε κυνηγάει, αλλά να ξέρεις εδώ είσαι ασφαλής, και μπορείς να μείνεις όσο θες". Ο καλός μου Λούκας... είχε χρυσή καρδιά και μου το αποδείκνυε με κάθε τρόπο.
Κοιμήθηκα το πρώτο βράδυ κι ένιωσα μια ασφάλεια που είχα να νιώσω μέρες. Ξύπνησα πολλές φορές μέσα στην νύχτα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα μα έκλαψα βουβά, καθώς δεν ήθελα να αναστατώσω τον Λούκας, ούτε να αρχίσει τις ερωτήσεις.
Την επόμενη μέρα μου έφερε καινούρια ρούχα, μα παρά τις διαμαρτυρίες μου τα κράτησα και με χαρά έβγαλα από πάνω μου τα προηγούμενα. Τις επόμενες μέρες προσπάθησα να κρατήσω το μυαλό μου όσο πιο απασχολημένο γινόταν γιατί συνεχώς η σκέψη του γύριζε μέσα μου. Καθάρισα το σπίτι, κάθε γωνιά, κάθε λεπτομέρεια και μαγείρεψα με ότι βρήκα στο ψυγείο. Όταν επέστρεψε ο Λούκας δεν πίστευε στα μάτια του. Στην αρχή με μάλωσε, μα το είδα στο βλέμμα του πως χάρηκε πολύ "σε παντρεύομαι αμέσως!" μου είπε ενθουσιασμένος αφήνοντάς μου ένα φιλί στο μάγουλο. Έτσι συνεχίστηκε η καθημερινότητά μου... Καθάριζα το σπίτι, μαγείρευα, περιμένοντας τον Λούκας να γυρίσει το βράδυ.