Έκλεισα τα μάτια και απλά μπήκα στο βαγόνι την στιγμή που έκλειναν οι πόρτες. Φοβόμουν... φοβόμουν να κοιτάξω μπροστά μου... μα όταν το έκανα βρισκόμουν στο πάτωμα. Ανασηκώθηκα γρήγορα αγνοώντας τον πόνο στον αστράγαλό μου, και κρατήθηκα γερά από την χειρολαβή. Έστριψα το σώμα μου προς την αποβάθρα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον τύπο που τόση ώρα με κυνηγούσε. Μόνο που αυτός βρισκόταν από έξω, πάνω στην πλατφόρμα. Μας χώριζε το τζάμι του βαγονιού μα μπορούσα να δω το έξαλλο ύφος του, μπορούσα να ακούσω τις φωνές του, τα χτυπήματά του στο χοντρό γυαλί. Οι επιβάτες γύρω μου με κοίταξαν παράξενα... δεν με πείραξε, τέτοια βλέμματα πάντα τα προσέλκυα. Γύρισα και πάλι τα μάτια μου και τα κόλλησα στα δικά του την στιγμή που η αμαξοστοιχία άρχισε να κουνιέται. Του χαμογέλασα, και απόλαυσα το εξοργισμένο ύφος του όταν του έστειλα ένα φιλί κλείνοντάς του παράλληλα το μάτι.
Ένιωσα υπέροχα... απλά υπέροχα...Ήμουν σίγουρη ότι αυτόν τον άνθρωπο δεν θα τον συναντούσα ποτέ ξανά... μα λίγα ήξερα τότε... δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι εκείνος θα γινόταν ο χειρότερος εφιάλτης μου, ο άνθρωπος που θα με έκανε να χάσω τον ύπνο μου, την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου... Πόσα λίγα ήξερα τότε!
Η αμαξοστοιχία με πήγαινε στα προάστια. Κατέβηκα στην πρώτη στάση και με ιδιαίτερη προσοχή μην έχω καμιά περίεργη συνάντηση, πήγα στην απέναντι αποβάθρα όπου πήρα τον συρμό που θα με γύριζε στην καρδιά του Μανχάταν. Το πόδι μου με ενοχλούσε πολύ, και έκανε την κίνησή μου όλο και πιο δύσκολη, μα έπρεπε να φτάσω σπίτι μου και πριν πάω εκεί, χρειαζόμουν χρήματα.. έπρεπε να πάω από τον Λούκας, να αγοράσει αυτά που είχα αρπάξει από τον τύπο. Διάλεξα απομονωμένο βαγόνι, όπου κάθισα μόνη, μακριά από αδιάκριτα, βαριεστημένα βλέμματα, κι έβαλα το χέρι στην τσέπη. Έπιασα το ρολόι του, μα δεν το έβγαλα έξω, με τα δάκτυλά μου ακούμπησα ένα παχουλό πορτοφόλι, και διστακτικά το τράβηξα από μέσα. Φόρεσα και πάλι την κουκούλα μου κι έριξα μια ματιά στα χέρια μου. Ένα μεγάλο δερμάτινο καφέ πορτοφόλι γαργαλούσε ευχάριστα τα χέρια μου. "Ελπίζω να αξίζεις την ταλαιπωρία μου σήμερα!" ψιθύρισα γελώντας και το άνοιξα προσεκτικά. Στην θήκη που μπαίνουν τα χρήματα είχε τουλάχιστον πεντακόσια δολάρια και το στομάχι μου γουργούρισε από ευχαρίστηση σαν γάτα που την χαδεύει το αφεντικό της. Είχε διάφορα χαρτιά, διπλωμένα στα τέσσερα, κάρτες, δίπλωμα και άλλες επαγγελματικές κάρτες αλλά εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να το ψάξω πιο καλά. Θα άφηνα την εξερεύνηση για αργότερα, στην ησυχία του σπιτιού μου.