Μόλις έφυγα από το μαγαζί του Λούκας πρώτη μου στάση ήταν το σούπερ μάρκετ. Δεν ήταν ιδιαίτερα μακριά μα ήδη περπατούσα υπερβολικά αργά και το πόδι μου το έσερνα καθώς δεν μπορούσα να κάνω βήμα χωρίς να ουρλιάξω από τον πόνο. Έστριψα προς την δεύτερη λεωφόρο και άφησα μια ανάσα ανακούφισης μόλις είδα τα μεγάλα γράμματα του D'Agostino σουπερ μάρκετ να αναβοσβήνουν μπροστά μου.
Μπήκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και κατευθύνθηκα προς τον διάδρομο των φαρμάκων. Αγόρασα παυσίπονα και επίδεσμο για να δέσω το τραυματισμένο μου πόδι μόλις θα έφτανα σπίτι μου. Σειρά είχαν τα τρόφιμα. Δεν άφησα τα μυαλά μου να πάρουν αέρα κι έτσι ψώνισα αρκετά μεν αλλά σοφά. Ήθελα να μου κρατήσουν τουλάχιστον δύο εβδομάδες, γιατί σίγουρα το πόδι δεν θα με άφηνε να βγω για δουλειά, ούτε καν για βόλτα.
Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει και εγώ φορτωμένη, πεινασμένη και κουρασμένη ξεκίνησα για το σπίτι μου. Ήμουν χαρούμενη για τα λεφτά που βάραιναν στην τσέπη μου, αλλά βαθιά μέσα μου φοβόμουν ότι η ιστορία με αυτόν τον τύπο δεν θα τελείωνε έτσι απλά. Δεν ξέρω γιατί... πείτε το διαίσθηση ή όπως αλλιώς θέλετε, πάντως μέσα μου κάτι με έτρωγε...
Ανέβηκα αθόρυβα τις σκάλες καθώς οι φουσκωτοί του κάτω ορόφου είχαν ήδη ξεκινήσει τις προπονήσεις τους και έκλεισα προσεκτικά πίσω μου την πόρτα. Άφησα τα πράγματα πάνω στο μικρό τραπέζι και πρώτη μου δουλειά ήταν να κλείσω τις βαριές κουρτίνες. Έβγαλα το μπουφάν και το άφησα πάνω στην μισοχαλασμένη μου καρέκλα. Ο χώρος μου ήταν μικρός, μα ήταν δικός μου, και το τελευταίο που με ένοιαζε ήταν το μέγεθός του. Άλλωστε σίγουρα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το μέγεθος μιας χαρτόκουτας που χρησιμοποιούσα για σπίτι πριν μερικούς μήνες. Είχε τοίχους, είχε οροφή και με προστάτευε αρκετά καλά από το κρύο και την βροχή. Διάλεξα το συγκεκριμένο δωμάτιο, γιατί ήταν η παλιά κουζίνα, οπότε υπήρχε νερό, και μια μικρή τουαλέτα, που για μένα η ανακάλυψή της ήταν θησαυρός. Όταν έχεις μάθει στο τίποτα... τα λίγα σου φαίνονται πολλά.
Η πόρτα μου κλειδώνει, εγώ η ίδια αγόρασα λουκέτο μόλις βρήκα το μέρος αυτό και το σουλούπωσα όπως μπορούσα. Ήμουν αποφασισμένη να μην υπάρξει άλλη μέρα για μένα που θα χρειαζόταν να κοιμηθώ στον δρόμο. Βρήκα ένα στρώμα σε σχετικά καλή κατάσταση το οποίο το στρίμωξα σε μια γωνιά, τραπέζι, δύο μισοχαλασμένες καρέκλες, και δύο μεγάλα μπαούλα που στρίμωχνα τα λιγοστά μου υπάρχοντα. Στα αριστερά του δωματίου υπήρχε μια τεράστια τζαμαρία η οποία μπήκε αμέσως στην καρδιά μου με το που την είδα. Όχι για την θέα της... άλλωστε δρόμος περνούσε από μπροστά, δεν την λάτρεψα γι' αυτό. Την λάτρεψα για το φως που μου πρόσφερε. Σε μια μουντή χειμωνιάτικη πόλη όπως η Νέα Υόρκη, μια μικρή αχτίδα του ήλιου μπορεί να σου αλλάξει την διάθεση. Και γω σ' αυτό πόνταρα... στο φως του ήλιου. Όταν κατάφερα και έκλεψα ρεύμα από την γεννήτρια των φουσκωτών του κάτω ορόφου η χαρά μου ήταν μεγάλη, μα είχε έρθει η ώρα που βαριές κουρτίνες έπρεπε να καλύψουν την μεγάλη μου τζαμαρία. Έπρεπε να είμαι απόλυτα βέβαιη ότι την νύχτα δεν θα φαινόταν το ισχνό μου φως απέξω.