Κεφάλαιο 36

5.8K 477 28
                                    

Άνοιξε τα μάτια της αλλά το φως δεν την ενοχλούσε ως συνήθως. Στο σπίτι του όμως τις περισσότερες φορές έτσι ήταν, ένα σκοτεινό παγωμένο μέρος και αυτό ήταν ότι ακριβώς χρειαζόταν. Ένιωθε το σώμα της πιασμενο. Αποκοιμήθηκε κλαίγοντας στο πάτωμα. Τεντωθηκε ίσα ίσα για να μπορέσει να σηκωθεί και ύστερα πήγε στο μπάνιο. Με μια παρατεταμένη ματιά στο καθρέφτη το πρόσωπο της ήταν χλωμό, τα μάτια της πρησμένα και έμοιαζε ταλαιπωρημενη, ήταν μόνο ψυχικά. Αγνόησε το είδωλό της και έκανε ένα γρήγορο μπάνιο ύστερα εξερευνησε την κουζίνα και ικανοποιημενη έκανε ένα τοστ. Δάγκωσε λίγες μπουκιές και άθελά της το μυαλό γύρισε στη χθεσινή νύχτα, έπαιζε τις σκηνές σαν ταινία.

Υπάρχει κάτι που θες να της πεις ή να μιλήσω εγώ?

Ο γέρος σου λαδωνε τους καθηγητές όσο ήταν στο εξωτερικό.

Όλα στημένα ήταν, ακόμα και ο Φωτιάδης στο κόλπο.

700.000 είναι πολλά λεφτά και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να δεχτεί στο γραφείο την άσχετη δικηγόρο.

Γαμωτο.
Φώναξε το υποσυνείδητο της.

Ελ: Τόσο ηλιθια.
Είπε και κατάπιε.

Ο κρότος από το όπλο του Στέλιου κουδουνισε στο κεφάλι της και έσπρωξε το πιάτο μακριά της. Έκλεισε το πρόσωπο της στις παλάμες της και προσπάθησε να τον διώξει. Σκέφτηκε τις παλιές στιγμές, όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι και έπαιζε στην αυλή του παλιού τους σπιτιού. Τότε που είχε μια ολόκληρη οικογένεια και κάθε μέρα περίμενε να γυρίσει ο μπαμπάς της από την δουλειά για να ανέβουν στο δεντροσπιτο που είχαν στην πίσω αυλή. Μόλις έμπαινε της έδινε εκείνα τα ρουφιχτα φιλιά που δεν της άρεσαν και πάντα σκουπιζε τα μάγουλα της στο πουκάμισο του. Εκείνον όμως δεν τον πείραζε. Μόνο και μόνο για αυτόν άξιζε να τα βάλει με τον Στέλιο, τώρα που ήξερε το πρόσωπο του όλα ήταν πιο εύκολα. Σηκώθηκε νευρικά από τη θέση της και πήγε να αλλάξει, ντύθηκε και αφού τσεπωσε πάλι τα κλειδιά του σπιτιού έφυγε. Δεν άντεχε εκεί μέσα και είχε την ανάγκη να μιλήσει στη Μαρίζα. Ήξερε ότι κατά πάσα πιθανότητα θα δούλευε αλλά μπορούσε να περπατήσει μέχρι και το EYELID. Περνούσε γρήγορα ανάμεσα από τον κόσμο και είχε συνεχώς την αίσθηση ότι κάποιος την ακολουθούσε. Κοίταξε πολλές φορές πάνω από τον ώμο της αλλά δεν είδε κανέναν γνωστό, παρ' όλα αυτά ήταν επιφυλακτικη. Μπορεί να ήταν η ιδέα της μετά από τόσα που πέρασε την τελευταία εβδομάδα. Όταν έφτασε στο περιοδικό πήγε στο γραφείο της Μαριζας, χτύπησε δύο φορές την γυάλινη πόρτα και μπήκε στον μικρό χώρο. Η Μαρίζα της έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα και μασωντας τα λόγια της στο τηλέφωνο της έκανε νόημα να περιμένει. Η φωνή στο ακουστικό ήταν βαριά και ελαφρώς υψωμενη, της έδινε οδηγίες για μια αγγελία και η Μαρίζα έμοιαζε αγχωμένη. Όταν σωριαστηκε ανακουφισμενη στη καρέκλα της η Έλενα έκατσε στην άκρη του γραφείου και χαμογέλασε ελαφρώς.

Ο δολοφόνος ή ο έρωτας σουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora