29o κεφάλαιο

333 23 0
                                    

Ξύπνησα μετά από πολλές ώρες ύπνου, η ώρα ήταν 9 είχα κοιμηθεί περίπου 13 ώρες, φαίνεται θα ήμουν πολύ κουρασμένη. Πήγα και πήρα από το πατάρι αλυσίδες και προετοιμάστηκα. Μέχρι να έρθει η ώρα να μεταμορφωθώ διάβαζα το βιβλίο. Χτύπησε το ξυπνητήρι που είχα βάλει για να σταματήσω να διαβάζω και να ετοιμαστώ. Η ώρα ήταν 11 και μισή. Πήρα τις αλυσίδες και δέθηκα στο κρεβάτι πολύ γερά. Επίσης έβγαλα και το κολιέ που με προστατεύει από τον ήλιο και περίμενα να έρθει η ώρα.

Ήρθε η ώρα , αυτήν την φορά έκαιγε όλο το σώμα μου είχα πάρει φωτιά και μετά με πονούσε όλο το σώμα, ξανά μεταμορφώθηκα και προσπάθησα να ξελυθώ αλλά είχα δέσει γερά τις χειροπέδες και δεν μπορούσα . Επειδή ούρλιαζα μπήκε ο θείος μέσα και με είδε δεμένη και να ουρλιάζω.

- Θείε φύγε, τρέξε

- Γιατί δέθηκες?

- Για να μην σου ορμήσω. Το πρωί άμα ηρεμίσω φέρε μου το κολιέ μου και φόρεσε το μου

- Γιατί το έβγαλες?

- Για σιγουριά, απλώς εσύ κάνε αυτό που σου λέω και κλειδώσου καλά στο δωμάτιο σου.

- Εντάξει

Έφυγε και άκουσα την πόρτα που την κλείδωσε , είχα αρκετή δύναμη και ξελύθηκα , έφυγα κατευθείαν από το σπίτι και έτρεχα χωρίς να ξέρω που να πάω. Σταμάτησα να περπατάω και προχωρούσα. Σταμάτησα να περπατάω όταν άκουσα από πίσω μου κάποιους να λένε καλό γκομενάκι αυτό πήγαινα με αργά βήματα όταν μαζεύτηκαν γύρω μου κάποια αγόρια, πήγα να προχωρήσω αλλά δε με άφησαν.

- Ποποπο, για έλα μαζί μας για λίγο

- Μη με ακουμπάτε

Aυτοί γελούσαν σαν χάνοι.

- Αφήστε με , σας προκαλώ, μην τολμήσετε.....

Εκείνη την στιγμή κάποιος με χούφτωσε , αλλά θα έπαιρναν το μάθημα τους. Τους ακολούθησα, πήγαμε σε ένα σπιτάκι στην άκρη της γης. Άρχιζαν να με χουφτώνουν όλοι και εγώ τα έπαιρνα. Μετά ένας πήγε να μου βγάλει την μπλούζα αλλά δεν τον άφησα και τον έσπρωξα, έπεσε σε ένα γυαλικό και γέμισε αίματα. Αμέσως μεταμορφώθηκα ξανά και του όρμισα, τον ξεκοκάλισα , οι άλλοι είχαν κρυφτοί , όταν είχα τελειώσει με αυτόν , πήγα να βρω τους άλλους. Τους πήρα έναν , έναν με τη σειρά , είχα μεθύσι από το πολύ αίμα και κοιμήθηκα.

Όταν είχα ξυπνήσει θα πρέπει να ήταν 9 η ώρα, κατέβηκα τις σκάλες , σταμάτησα και παρατήρησα ότι δεν ήταν το σπίτι μου αυτό και το μάτι μου πήγε κατευθείαν στα νεκρά αγόρια και να έχω και εγώ παντού αίματα, τότε είχα καταλάβει ότι εγώ το είχα κάνει αυτό, όχι πάλι, ήμουν τόσο εξαρτημένη από το αίμα. Έτρεξα να φύγω , μόλις βγήκα από το σπίτι , κάηκα αμέσως , έλιωνε το αίμα μου, είχα ξεχάσει να φορέσω το κολιέ μου και τέλεια δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το μόνο που έκανα είναι να ξανά μπω μέσα και να περιμένω να νυχτώσει. Πήγα στον πάνω όροφο και κάθισα. Κάπου είδα μία φωτογραφία δικιά μου με την οικογένεια μου, άνοιξα και τα άλλα συρτάρια και είδα όλο φωτογραφίες δικές μου, αποκλείετε να με ξέρουν και αυτό να είναι το σπίτι τους, καπαοιανού άλλου θα είναι. Εκεί που κοιτούσα τις φωτογραφίες άνοιξε μία πόρτα δίπλα από το δωμάτιο. Κρύφτηκα αμέσως και έκατσα να παρατηρήσω ποιος ήταν. Από αυτό το δωμάτιο βγήκε η Μπέλα, η Μπελα? Από πού και ώσπου και τι ήθελε τις φωτογραφίες μου , είπα μια φορά να βγω αλλά έμεινα στα αυγά μου, κατέβηκε τις σκάλες , άμα έβλεπε τι γινόταν εκεί είχα χαθεί, άκουσα μια κραυγή της και τότε πήδησα από το παράθυρο και έφυγα γρήγορα έτρεχα όσο γρήγορα μπορούσα για να μη με κάψει ο ήλιος. Τι δουλειά είχε αυτήν εκεί? Όλο το βράδυ ήταν εκεί και δεν την είχαμε χαμπάρι? Απα πα επιτέλους έφτασα στο σπίτι αλλά τόσο κουρασμένη και εξουθενωμένη, τα ρούχα μου είχαν αίματα και όλο το σώμα μου καμένο και ξεφλουδισμένο. Πρόλαβα να δω τον θείο και μετά λιποθύμησα.

Το μυστικό της Άλις ΠάρκερDove le storie prendono vita. Scoprilo ora