Ελβίρα.
Το πάρτι έκπληξη για την Φοίβη, πέτυχε. Δείχνει χαρούμενη μα ξέρω πως μέσα της υπάρχει η μελαγχολία αυτής της μέρας. Γνωρίζω καλά πως κάθε χρόνο υπάρχει μέσα της. Επηρεάζομαι κι εγώ. Είμαστε φίλες από μωρά και λογικό είναι πλέον να συνδεόμαστε με ισχυρά δεσμά. Αν η μία δεν είναι καλά, δεν είναι ούτε η άλλη.
"Ελβίρα." Με πιάνει η Φοίβη από το χέρι.
"Πες μου."
"Μπορείς να μείνεις εδώ απόψε;" ρωτάει
"Φυσικά." Απαντώ.
Έτσι, όταν έφυγαν όλοι, ή τουλάχιστον πήγαν για ύπνο, μείναμε οι δυο μας στο δωμάτιο. Κλειστά τα φώτα, τραβηγμένη κουρτίνα, κοιτώντας το χιόνι, σκεπασμένες με την κουβέρτα και βλέποντας από το φως της κολόνας του δρόμου.
"Έχεις νιώσει ποτέ να έχεις πολλά αισθήματα για κάποιον χωρίς να τι ξέρεις κι όταν σου δίνεται η ευκαιρία, να νιώθεις όπως δεν ξανά ένιωσες για άνθρωπο;" ρωτάει.
"Ας πούμε ναι." Απαντώ κι άπειρες εικόνες περνούν από το μυαλό μου.
"Να υπάρχει ένας άνθρωπος που να μην είναι σαν τους άλλους. Έχει δύναμη. Δεν παρασύρεσαι κι ας γίνεται κατακλεισμος. Να μπορεί να χειριστεί οποιαδήποτε κατάσταση. Να σε κάνει να τον ερωτευθείς αμέσως." Λέει και Γυρίζω και την Κοιτάζω.
"Με φίλησε. Αυτό το φιλί δεν ήταν σαν τα φιλιά που παίρνω τόσα χρόνια από τον Όμηρο. Ούτε σαν αυτά που του δίνω. Ήταν αλλιώς." Λέει και τα μάτια της είναι ελαφρώς βουρκωμενα.
"Ο Οδυσσέας είναι." Δηλώνω και κουνάει απαλά θετικά το κεφάλι της.
"Δεν έχει όμως νόημα. Είπε κι εκείνος καλύτερα να το ξεχάσουμε. Είμαι αλλού. Δεν πρέπει να γίνει είναι ένα λάθος." Λέει καθώς δείχνει να βγαίνει από τον λήθαργο.
"Δεν πρέπει να ζεις με τα πρέπει πάντα." Λέω και χαμογελάει.
"Ας κοιμηθούμε. Αύριο ίσως είναι καλύτερα." Απαντά.
Φοίβη.
Η ώρα έχει περάσει. Η Ελβίρα κοιμήθηκε νωρίς. Εγώ βρίσκομαι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Ξαφνικά καταλαβαίνω την δόνηση του τηλεφώνου μου που βρίσκεται στο κομοδίνο. Ήρθε μήνυμα από τον Όμηρο.
"Μόλις γύρισα. Κατέβα στον κήπο να σε δω για λίγο." Γράφει.
Σηκώνομαι σιγά σιγά να μην ανησυχήσω την Ελβίρα.
Φοράω μια ζακέτα που είναι κρεμασμένη στην κρεμάστρα. Με σιγανά βήματα κατεβαίνω και βγαίνω στον μπροστά κήπο. Αν κάνω έστω κι έναν μικρό θόρυβο, θα σηκώσω όλο το σπίτι στο πόδι.
Βγαίνω από το σπίτι. Εξω είναι ο Όμηρος. Κρατάει λουλούδια κι ένα δώρο. Με αγκαλιάζει.
"Συγνώμη για την καθυστέρηση. Χρόνια πολλά. Δεν σε ξέχασα. Το τηλέφωνό μου είχε μείνει από μπαταρία. Χάσαμε και το καράβι. Αργήσαμε. Πριν λίγο όμως στο λεωφορείο, δανείστηκα το power bank ενός φίλου. Όταν φτάσαμε ήρθα αμέσως εδώ." Εξηγεί.
Του χαμογελάω.
"Ευχαριστώ πολύ." Λέω.
Με κοιτάζει καλύτερα.
"Φαίνεσαι πολύ κουρασμένη. Πήγαινε για ύπνο και θα τα πούμε αύριο. Σε λατρεύω." Μου λέει και φεύγει.
Μπαίνω κι εγώ ξανά μέσα στο σπίτι. Αφήνω τα δώρα μου στο γραφείο μου και πέφτω ξανά στο κρεβάτι.
Πως τα έχω κάνει έτσι;
Ευτυχώς, ο ύπνος με πήρε αμέσως αυτή την φορά.
Το επόμενο πρωί :
"Κοίτα Έβελιν τι όμορφα λουλούδια που έχει η Φοίβη." Ακούω μια παιδική φωνή.
"Θα την αγαπάει πολύ." Ακούω μια δεύτερη παιδική φωνή.
"Οι ανιψιές σου!" Λέει νυσταγμενα η Ελβίρα.
"Βαλτες είναι πρωί πρωί;" αναρωτιέμαι.
Ακούμε βήματα. Ο Νικόλας μπαίνει στο δωμάτιο.
"Τι κάνετε εδώ βρε μικρά σκαθάρια;" της ρωτά και οι μικρές κρύβονται η μία πίσω από την άλλη. Γελούν.
"Πάμε γιατί εμένα θα φωνάζουν πάλι." Λέει ο καημένος ο Νικόλας.
"Δεν πειράζει Νικόλα μου. Άφησέ τες." Λέω.
"Είδατε τι κάνατε; Ξυπνησατε τις κοπέλες." Τις μαλώνει.
"Μην ανησυχείτε. Θα ξυπνουσαμε τώρα." Λέει η Ελβίρα.
Ο Νικόλας με τις δύο μικρές, φεύγουν από το δωμάτιο.
"Ο Νικόλας έχει μοιάσει στον πατέρα του. Χαρακτηριστικά. Γιατί εμφανισιακά, ίδιος η Λουκία." Παρατηρεί η Ελβίρα.
Γελάω μαζί της. Τι πάει και προσέχει πρωί πρωί.
YOU ARE READING
Τι Γίνεται Με Εμάς; 2
FantasyΠερίπου δέκα χρόνια πέρασαν από όταν η Ζωή, ο Φίλιππος, η Φαίη κι ο Ηλίας πήγαιναν σχολείο. Πόσο μπορεί να έχει αλλάξει το ίδιο σχολείο καθώς και ο τρόπος συμπεριφοράς μέσα σε αυτό. Η μικρή Φοίβη έχει μεγαλώσει. Μέσα από τα μάτια αυτής και των φίλω...