Ελβίρα.
Το μεσημέρι μείναμε στο σπίτι της Φοίβης. Στο σπίτι του Οδυσσέα θα μαζευτούμε στις 9. Νυχτώνει αργά ακόμη. Στις 6 η Φοίβη έφυγε από το σπίτι της. Την περίμενε ο Οδυσσέας να μαγειρεψουν και να ετοιμάσουν το σπίτι. Πήγα κι εγώ σπίτι μου. Ήθελα να κάνω μπάνιο και να ετοιμαστώ για το βράδυ. Φτάνοντας σπίτι μου, βρήκα τον Ολύμπιο στην πόρτα.
"Τι κάνεις εδώ παιδάκι μου;" ρώτησα καθώς ξεκλειδωνα.
"Εσύ που ήσουν;" ρώτησε και μπήκαμε μέσα.
"Σου είπα ήμουν στην Φοίβη. Τι πράγματα είναι αυτά;" ρώτησα δείχνοντας τη τσάντα του.
"Δεν θέλεις να μείνω εδώ απόψε;" ρώτησε τρυφερά. Πήγα κοντά του.
"Θέλω." Είπα γλυκά.
"Δωσ' μου ένα φιλάκι." Είπε και τον φίλησα.
"Ότι θέλω σε κάνω." Γέλασε σιγανά.
"Άντε να χαθείς." Τον Χτύπησα απαλά στο μάγουλο. Απομακρύνθηκα."Κάθισε εσύ εδώ και πάω να κάνω μπάνιο. Μην διαλύσεις το σπίτι αν θες." Είπα και μου χαμογέλασε. Πήγα κι έκανα ένα χαλαρωτικό μπάνιο.
"Θα με αφήσεις να σε χτενισω;" ρώτησε ο Ολύμπιος μόλις βγήκα από το μπάνιο.
"Όχι!" Απάντησα.
"Μα γιατί; Έλα αφού ξέρεις από παλιά ότι χτενίζω πολύ καλά." Είπε.
"Μου είχες ξεμαλλιασει όλες τις κούκλες." Του θύμισα.
"Αφού ήταν δικά σου παιχνίδια. Τα δικά μου τα πρόσεχα. Κι εσύ είσαι δικό μου." Είπε με ήρεμη φωνή και με αγκάλιασε."Ολύμπιε με λες παιχνίδι;" ρώτησα καχύποπτα.
"Όχι Ελβιράκι μου. Αφού δεν θες να σε ετοιμάσω εγώ, μπορώ να κάτσω εδώ να σε βλέπω;" ρώτησε και του απάντησα θετικά. Ντύθηκα, χτενίστηκα και βάφτηκα. Με ρώτησε για όλα τα καλλυντικά. Θέλει να μαθαίνει μάλλον. Λες και θα του χρησιμεύσουν πουθενά. Τέλος πάντων.Οδυσσέας.
Η ώρα είναι εννέα παρά. Όλα είναι έτοιμα. Και το φαγητό και η διακόσμηση στο μπαλκόνι. Το κουδούνι της κάτω πόρτας χτυπά. Η Φοίβη ανοίγει.
"Ποιος είναι;" ρωτάω
"Ο Όμηρος και οι γονείς....." πριν προλάβει να ολοκληρώσει πήγα στην πόρτα. Άνοιξα. Η γυναίκα που βγήκε από το ασανσέρ με κοίταξε και βούρκωσε.
"Παιδί μου... αγοράκι μου." Είπε και με αγκάλιασε. Με φίλησε στο μέτωπο. Μπήκαμε στο σπίτι. Οι δυο μας καθίσαμε στον καναπέ."Παιδάκι μου.... Δεκαοκτώ χρόνια.... Μεγάλωσες... Κούκλος έγινες..." Ειπε και χαμογέλασα. Με χάιδευε στο κεφάλι.
"Πέρασες κι εσύ πολύ δύσκολα καημένο παιδάκι μου γλυκό." Είπε
"Ήταν σκληρά τα γεγονότα για μια παιδική ψυχή." Είπα
"Λεβέντη μου... Μην σε νοιάζει τίποτα τώρα. Έχεις εμάς και τον αδερφό σου." Είπε. Χάρηκα που το άκουγα αυτό.
"Δεν έχω παράπονο και από τα άλλα μου αδέρφια." Εξήγησα.
"Θα ήθελα πολύ να τα γνωρίσω." Είπε.
"Φυσικά. Θα έρθουν σε λίγες μέρες. Σήμερα μου τηλεφώνησαν." Είπα
"Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία. Πάμε τώρα έξω κι έχουμε καιρό να τα λέμε αυτά." Είπε και βγήκαμε στο μπαλκόνι με τους υπόλοιπους. Σε λίγη ώρα ήρθε και ο Ολύμπιος με την Ελβίρα.
Έφεραν την τούρτα με τα 32 κεράκια. Έσβησε 18 ο καθένας. Καθίσαμε ώρες σε εκείνο το τραπέζι. Στο τραπέζι του μπαλκονιού. Περάσαμε καλά. Περασμένες δύο έφυγαν όλοι. Η Φοίβη άρχισε να μαζεύει τα πιάτα και τα ποτήρια. Μπήκαμε μέσα στο σπίτι."Εσύ δεν θα φύγεις;" ρώτησα
"Δεν είπαμε ότι θα μείνω εδώ;" είπε γλυκά.
"Το καλύτερο δώρο." Είπα και χαμογέλασε. Συνέχισε το μάζεμα. Πήγα στο δωμάτιό μου κι Έστρωσα το κρεβάτι. Έβγαλα δηλαδή τα διακοσμητικά μαξιλάρια κι έβαλα τα σεντόνια. Πήγα ξανά στη κουζίνα.
"Μωρέ νοικοκυρούλα μου, άστα για αύριο. Θα τα κάνουμε μαζί. Έλα να ξαπλωσουμε." Είπα.
"Δύο πιάτα έμειναν. Τελειώνω κι έρχομαι." Είπε με το ζεστό πάντα χαμόγελο. Την άφησα. Σε πέντε λεπτά, μπήκε στο δωμάτιο. Ξάπλωσε κι έβαλε πάνω μου το κεφάλι της. Έπαιξα με τα μαλλιά της."Πάντως είσαι νοικοκυρά." Είπα και γέλασε.
"Σπίτι θα ανοίξω στο μέλλον. Προετοιμαζομαι." Είπε
"Θα μου άρεσε να ανοίξω σπίτι μαζί σου." Είπα.
"Επειδή κάνω τις δουλειές;" Γέλασε.
"Κι όχι μόνο. Σκέψου να μένουμε μαζί να έχουμε τα παιδάκια μας.." είπα
"Και να τρέχω για όλα εγώ;" ρώτησε
"Όχι βέβαια. Δεν θα νοιάζομαι για τα σπλάχνα μου; Παντού εγώ θα τα πηγαίνω. Όταν μεγαλώσουν λίγο βέβαια." Εξήγησα.
"Ωραία τα λες." Είπε
"Θα έχω όμως και την δουλειά μου για να μπορείτε να στηριχθειτε πάνω μου." Είπα
"Η οποία θα είναι;" ρώτησε.
"Θέλω να γίνω εισαγγελέας αλλά και δικηγόρος μου αρκεί." Εξηγώ.
"Μακάρι να γίνουν όλα." Ευχήθηκε.
"Μακάρι." ΕίπαΟλύμπιος.
Κρατώ στην αγκαλιά μου την Ελβίρα. Έχει περάσει η ώρα. Εμείς όμως ακόμη μιλάμε. Πλέον σκέφτομαι πως υπάρχουν τόσα πράγματα που ποτέ δεν τη ρώτησα.
"Δηλαδή Ελβίρα μου πως τον θες τον άνδρα;" ρώτησα
"Όταν μεγαλώσω θέλω κάποιον σαν τον αδερφό μου. Να είναι γλυκός, τρυφερός, να συζητάει τα πάντα, να μελαγχωλει όταν φεύγω, να μην φοβάται να πει αυτό που νιώθει. Να είναι όλο εκπλήξεις. Να τον κοιτάζω στα μάτια και να καταλαβαίνω πως είναι ότι ήταν στην αρχή και κάτι ακόμη καλύτερο." Εξηγεί.
"Χάρηκα που το έμαθα αυτό." Ψιθύρισα.
Δεν νομίζω βέβαια πως αυτός ο χαρακτήρας απέχει πολύ από τον δικό μου. Ο καιρός θα δείξει τυχόν αλλαγές.
YOU ARE READING
Τι Γίνεται Με Εμάς; 2
FantasyΠερίπου δέκα χρόνια πέρασαν από όταν η Ζωή, ο Φίλιππος, η Φαίη κι ο Ηλίας πήγαιναν σχολείο. Πόσο μπορεί να έχει αλλάξει το ίδιο σχολείο καθώς και ο τρόπος συμπεριφοράς μέσα σε αυτό. Η μικρή Φοίβη έχει μεγαλώσει. Μέσα από τα μάτια αυτής και των φίλω...