Κεφάλαιο 32.

70 4 3
                                    

Ελβίρα.

Πέρασε ο καιρός. Τα μάτια έχουν γίνει ένα με τα βιβλία. Ευτυχώς πηγαίνω   μαζί με τον Ολύμπιο στο φροντιστήριο  και ξεχνιέμαι λιγάκι στο δρόμο. Με την Φοίβη μιλάμε μέσω Skype τα βράδια. Η καλή μου έχει τα γενέθλιά της σε λίγες μέρες. Μου έχει λείψει πολύ. Όσο κι αν μιλάμε από το ίντερνετ δεν είναι το ίδιο με το να την έχω κοντά μου. Τώρα που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα με πιάνει αυτή η μελαγχολία. Κάθε χρόνο μας έπιανε μαζί με την Φοίβη. Θέλω τόσο πολύ να την δω. Όλο αυτό μου έχει γεμίσει αρκετά τη ψυχολογία.

"Τι έχεις;" με ρωτάει ο Ολύμπιος καθώς πηγαίνουμε προς το φροντιστήριο.
"Τίποτα." Λέω.
"Έλα πες την αλήθεια. Αφού δεν χαμογελάς. Τι έχεις;" Επέμεινε.
"Μου λείπει πάρα πολύ η Φοίβη." Είπα.
"Τι ώρα ξυπνάς αύριο το πρωί;" ρώτησε σαν να προσπέρασε αυτό που είπα.
"Τι εννοείς;" ρώτησα.
"Έβγαλα εισιτήρια. Αύριο πάμε Αθήνα... Με αεροπλάνο." Μου χαμογελάει. Χαμογελάω κι εγώ. Τον Αγκαλιάζω.
"Ευχαριστώ πολύ καλέ μου. Να για αυτό σε λατρεύω. Κάτι τέτοιες εκπλήξεις μου κάνεις και με κερδίζεις." Λέω και γελά.
Το επόμενο πρωί, πριν καλά καλά ξημερώσει, πήραμε το αεροπλάνο και σε λίγη ώρα ήμασταν στην Αθήνα. Πήραμε ταξί και πήγαμε στην διεύθυνση που μας είχε δώσει ο Όμηρος. Θα κάναμε έκπληξη στην Φοίβη. Ήταν μόνη της στο σπίτι. Ο Όμηρος είχε πιάσει δουλειά. Δεν ξέραμε λεπτομέρειες.
Χτυπησαμε το κουδούνι. Η Φοίβη άνοιξε την πόρτα.

"Έκπληξη." Είπαμε.
"Δεν το πιστεύω." Φώναξε από χαρά. Με αγκάλιασε σφιχτά. Δεν με άφηνε.
"Ελβιράκι μου...Ήρθατε." Άφησε εμένα κι έπιασε τον Ολύμπιο. Τον αγκάλιασε κι αυτόν.
"Περάστε. Βολευτείτε. Να σας βάλω κάτι μα πιείτε ή να φάτε;" ρώτησε.
"Ορίστε...Φέραμε αυτά." Είπε ο Ολύμπιος κι έδωσε το κουτί με τα γλυκά.
"Δεν έπρεπε να φέρετε τίποτα." Είπε και πήγε το κουτί στη κουζίνα. "Να σας φτιάξω καφέ;" ρώτησε.
"Όχι. Έλα να σε δούμε." Είπε ο Ολύμπιος.
"Φοίβη είσαι τόσο γλυκιά με την κοιλίτσα σου." Είπα κοιτάζοντας την φουσκωμένη κοιλίτσα της.
"Ναι μόνο γλυκιά δεν είμαι." Παραπονέθηκε.
"Στον πέμπτο μήνα είσαι;" ρώτησε ο Ολύμπιος.
"Ναι. " Απάντησε η Φοίβη.
"Μια χαρά είσαι για αυτόν τον μήνα. Μικρή κοιλίτσα έχεις." Είπα.
"Άλλες δεν έχουν καθόλου." Είπε.
"Εκείνες βγάζουν ανορεξικά παιδιά. Το δικό μας θα βγει μοντέλο." Είπε ο Ολύμπιος. Γελάσαμε.

"Ωραίο το σπίτι πάντως." Είπα.
"Ναι. Αλλά ρε παιδιά πολλά έξοδα. Και οι γονείς του Ομήρου σταμάτησαν να βοηθάνε. Κάνουν συμμαχία με την μάνα μου. Κι έχουμε και τον Όμηρο που δεν με αφήνει να κάνω και τίποτα." Είπε η Φοίβη.
"Στη δουλειά είναι τώρα ο Όμηρος;" ρώτησε ο Ολύμπιος.
"Ναι." Είπε η Φοίβη.
"Τι δουλειά βρήκε;" ρώτησα.
"Ο σπιτονοικοκύρης, ο Κώστας, έχουμε γίνει φίλοι πλέον, έψαχνε γραμματέα για το Ιατρείο. Οπότε τις ώρες που δεν είναι στη Σχολή ο Όμηρος πηγαίνει εκεί. Παίρνει καλά χρήματα και γενικά παράπονο δεν έχουμε. Θα τον γνωρίσετε το βράδυ. Θα μαζευτούμε εδώ για τα γενέθλιά μου." Εξήγησε.
"Εμείς πρέπει να πάμε να βρούμε και ξενοδοχείο." Είπε ο Ολύμπιος.
"Μην ακούω βλακιες. Εδώ θα μείνετε." Είπε η Φοίβη.
"Μην σας αναστατώσουμε." Είπα.
"Εσεις είστε οικογένειά μας ρε χαζά." Είπε. Έτσι μείναμε στο σπίτι της.

Φοίβη.

Το βράδυ πρώτη φορά μαζεύτηκε κόσμος στο σπίτι μας. Ο Ολύμπιος, η Ελβίρα, ο Κώστας και η Μαρίζα,η γυναικολόγος μου. Πήγα στην κουζίνα να σερβίρω τα φαγητά.

"Άσε με να σε βοηθήσω." Ήρθε ο Όμηρος στην κουζίνα και πήρε τα πιάτα.
Στις δώδεκα ακριβώς μου έφεραν την τούρτα με τα Δεκαοκτώ κεράκια. Το βράδυ που μείναμε οι τέσσερίς μας, είπαμε τα νέα όλου αυτού του καιρού.

"Κι από σχολείο τι κάνεις;" ρώτησε η Ελβίρα.
"Πηγαίνω σε ένα εδώ κοντά που πηγαίνουν πολλές κοπέλες σαν εμένα. Κι όχι μόνο. Θέλω ένα απολυτήριο να το πάρω." Εξήγησα.

Το επόμενο μεσημέρι τα παιδιά έπρεπε να φύγουν.

"Να προσέχετε πολύ." Είπε η Ελβίρα.
"Κι εσείς να προσέχετε." Είπα. Αγκαλιαστηκαμε.
"Μην κάνετε έτσι βρε κορίτσια γιατί...." Ειπε ο Ολύμπιος.
"πάλι μαζί θα είστε." Συνέχισε ο Όμηρος.

Το απόγευμα έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον μπαμπά μου. Μου ζήτησε να πάω σε μια κεντρική καφετέρια. Όταν πήγα ήταν ήδη εκεί. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Ειχε μείνει έκπληκτος.

"Μπαμπά για το μόνο που θα σε παρακαλεσω είναι να μην έχεις έρθει για τσακωμό. Σε παρακαλώ." Είπα.
"Φοίβη μου, γιατί έφυγες; Κανένας δεν μου λέει τίποτα." Είπε
"Μπαμπάκα μου, με έδιωξε, μπαμπά. Με πέταξε έξω. Μου είπε πως δεν θέλει να με ξαναδεί, να μην την ξαναπώ μάνα." Είπα κι ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι μου.
"Κοριτσάκι μου... Η μητέρα σου δεν είναι καλά τον τελευταίο καιρό. Δεν την αναγνωρίζω...." Είπε και μου έπιασε το χέρι.
"Την άφησα κι έφυγα." Δήλωσε.
"Και τώρα που μένεις;" ρώτησα ανήσυχη.
"Στο Φίλιππο. Ήρθα πριν μια εβδομάδα." Είπε .
"Θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μας; Μένω με τον Όμηρο. Το δεύτερο δωμάτιο είναι άδειο. Θα είναι μέχρι τον Απρίλιο δηλαδή." Είπα.
"Γιατί μετά τι θα το κάνετε;" ρώτησε.
"Μετά θα έρθει ο εγγονός σου." Αποκάλυψα. Συγκινήθηκε.
"Είσαι..." Ειπε
"Ναι.  Και μην πεις δεν μου φαίνεται, είναι ριχτη η μπλούζα." Είπα.
"Κοριτσάκι μου." Είπε και μου φίλησε το χέρι.

Πήγαμε μαζί σπίτι.

"Αγάπη μου γύρισες;" Άκουσα τη φωνή του Ομήρου από το δωμάτιο.
"Ναι αλλά όχι μόνη μου." Είπα. Ήρθε κι μας είδε μαζί με τον μπαμπά.

"Ο μπαμπάς θα μείνει μαζί μας. Αν δεν έχεις κι εσύ πρόβλημα." Είπα.
"Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα." Είπε Χαρούμενα.

Έτσι περνούσα κι εγώ, με κάποιον δικό μου άνθρωπο, τον χρόνο μου. Με βοηθούσε με όλες τις δουλειές. Μας φέρθηκε πολύ καλά και δέχτηκε την κάθε μας απόφαση.

Τι Γίνεται Με Εμάς; 2 Where stories live. Discover now