Κεφάλαιο 21

871 72 37
                                    

Άννα

-Τι καιρό κάνει εκεί; Το πιστεύεις ότι εδώ πάνω έβρεχε μόλις πριν λίγες ώρες; Καιρός να σου πετύχει καλοκαιριάτικα! Σε περίπτωση που χρειαστείς τα χειμωνιάτικα τα έχω στο τελευταίο ράφι της ντουλάπας σου. Αν δε σου κάνει το περυσινό μπουφάν να πας να πάρεις άλλο, δε θέλω να μου πεθάνεις από το κρύο! Ποιος θα το φανταζόταν ότι...

Βάζω το κινητό μου στη λειτουργία της ανοιχτής ακρόασης και το αφήνω προσεκτικά δίπλα μου, πάνω στον πάγκο της κουζίνας, όσο η μαμά συνεχίζει από το ακουστικό τον ατέλειωτο μονόλογό της. Δε χρειάζεται καν να της πω πως δε χρειάζεται να ανησυχεί γιατί εδώ βράζει ο τόπος, αρκούμαι απλώς σε μερικά «ναι, μαμά» και «όχι, μαμά», ίσα να φαίνεται ότι την προσέχω. Μιλάει μόνη της εδώ και είκοσι λεπτά και θα συνεχίσει για πολύ περισσότερο.

Προσπαθώ να επικεντρωθώ στο μαγείρεμα. Ναι, η Άννα, γνωστή και ως Εκείνη Που Αποφεύγει Την Κουζίνα Όπως Ο Διάολος Το Λιβάνι, πήρε τη μεγάλη απόφαση να φτιάξει μεσημεριανό. Ρίχνω τα μακαρόνια στην κατσαρόλα με το βραστό νερό και πετάω ένα «ναι, μαμά» όσο προσπαθώ να βρω την σάλτσα ντομάτας μέσα στο χάος του ψυγείου. Αλήθεια, σε ποια θερμοκρασία υποτίθεται πως βράζω τη σάλτσα; Ή μήπως πρέπει να πω ψήνω;

Μου φαίνεται πως εγώ και ο Μάριος θα φάμε απ' έξω. Πάλι. Μερικές φορές εύχομαι να είχα δώσει σημασία σε εκείνο το σεμινάριο μαγειρικής που είχα παρακολουθήσει κάποτε με τη μαμά, αντί να κοιτάζω τη σοκολάτα κουβερτούρα που είχε χρησιμοποιηθεί για το κέικ σαν λυσσασμένος σκύλος.

-Ναι, μαμά, ξαναλέω ενώ επιστρέφω μπροστά από το φούρνο και ψάχνω για τίποτα διαφωτιστικές οδηγίες που να αναγράφονται στην πίσω μεριά από το βάζο της σάλτσας.

Ξαφνικά ακούγεται ο ήχος των εισερχομένων μηνυμάτων στο κινητό μου και ανασηκώνω το ένα μου φρύδι με περιέργεια. Αφήνω κάτω το βάζο και πιάνω το κινητό μου.

-Άννα, τι ήταν αυτό; Με ακούς, έτσι;

-Ναι, μαμά, μουρμουρίζω βαριεστημένα και ανοίγω το νέο μήνυμα.


Από: Πανηλίθιος

Δεν είναι σωστό να αγνοείς έτσι τη μαμά σου.


Σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτάζω τον Μάριο, ο οποίος στέκεται λίγο πιο πέρα και χαμογελάει πονηρά. Του απαντάω με μια γκριμάτσα του τύπου: «Σοβαρά τώρα;». Εκείνος εξακολουθεί να χαμογελάει.

ΜείνεWhere stories live. Discover now