Κεφάλαιο 3

1.5K 132 41
                                    

Άννα

-Σου έχω αφήσει λεφτά στο γραφείο σου, να μας ειδοποιήσεις όταν σου τελειώσουν. Να θυμάσαι ότι τα λευκά πλένονται ξεχωριστά από τα χρωματιστά. Τα μήλα χρειάζονται ψυγείο, οι πατάτες όχι...

Εδώ και μισή ώρα κάθομαι στην εξώπορτα και ακούω τον ατέλειωτο μονόλογο της μαμάς. Σε λίγο θα μου διευκρινίσει κι ότι το νερό από το καζανάκι δεν είναι πόσιμο. Σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι με ξύπνησαν από τις επτά, γιατί λέει ήθελαν να με αποχαιρετήσουν. Χα, είμαι σίγουρη ότι αυτό ήταν πρόσχημα για να τους βοηθήσω με τις βαλίτσες. Μου βγήκε η μέση να κουβαλήσω τα πράγματα της μαμάς ως το αμάξι. Δε θα μου έκανε καμία εντύπωση αν μόλις άνοιγε τις βαλίτσες ξεπετάγονταν από μέσα ο πύργος του Άιφελ, οι Δίδυμοι πύργοι και ο Παρθενώνας. Μόνο έτσι μπορούσε να δικαιολογηθεί το βάρος τους.

Το μόνο καλό της όλης ιστορίας με το κουβάλημα, ήταν η προσωπική ευχαρίστηση και η αιώνια συγκίνηση να παίρνω το κλουβί της Κατ-μαζί με την ίδια μέσα-και να το τοποθετώ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Της κούνησα το χέρι με ένα ύπουλο χαμόγελο καθώς απομακρυνόμουν. Θα ξεφορτωνόμουν επιτέλους τη δαιμονική εκτελέστρια, έστω και για λίγο.

Ο μπαμπάς βρίσκεται ήδη στο αυτοκίνητο και έχει κορνάρει τρεις φορές. Αν η μαμά καθυστερήσε κι άλλο θα χάσουν την πτήση, και αυτό δεν οφελεί κανέναν.

-Α, και κάτι τελευταίο, λέει στο τέλος η μαμά.

Μου κάνει νόημα να πλησιάσω, και γέρνω καχύποπτα προς το μέρος της.

-Μην ξεχάσετε να παίρνετε προφυλάξεις με τον Μάριο, λέει ψιθυριστά. Όταν φτάσει στο επόμενο επίπεδο η σχέση σας.

Τα μάτια μου κοντεύουν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους.

-Έλεος, μαμά! τσιρίζω ενώ έχω γίνει κατακόκκινη, και της κλείνω την πόρτα στα μούτρα.

Για αρχή παίρνω μερικές βαθιές ανάσες, και μετά κρυφοκοιτάζω από το παράθυρο του σαλονιού που βλέπει στον δρόμο. Αφού η μαμά μπαίνει στο αυτοκίνητο, ο μπαμπάς βάζει μπρος και τους ακολουθώ με τα μάτια μέχρι που εξαφανίζονται σε μια στροφή.

Αυτό ήταν όλο; Γλύτωσα μια για πάντα;

Μένω για περίπου δέκα λεπτά κολλημένη στο τζάμι, για να σιγουρευτώ ότι δε θα τους δω να επιστρέφουν, να μπαίνουν μέσα στο σπίτι και να φωνάζουν χασκογελώντας: "Χα, το πίστεψες στα αλήθεια;"

ΜείνεWhere stories live. Discover now