7. Η νύχτα των κρυστάλλων
Όταν η Λυδία μπήκε στο γνωστό καφέ του αδερφού της, επικρατούσε το αδιαχώρητο. Ένα κύμα ζωντάνιας και ζεστασιάς κυριαρχούσε παρά την απογευματινή καταιγίδα που είχε ξεσπάσει ξαφνικά. Νεανικές παρέες συζητούσαν , η μουσική έρρεε αδιάκοπα κι όμως, σε εκείνη δεν άρεζε ποτέ το μέρος αυτό.
Κοίταξε με απελπισία τα λερωμένα παπούτσια. Δεν χρειάστηκε και πολύ να βρεθούν σε αυτήν την κατάσταση. Ένας ανόητος οδηγός, μια λακκούβα και τα λευκά αθλητικά με το χαρακτηριστικό σιρίτι στο πλάι έγιναν αγνώριστα. Καταραμένη βροχή! Σε όλα τα αστικά υπήρχε συνωστισμός οπότε έκανε τη διαδρομή από τη σχολή μέχρι το μαγαζί με τα πόδια. Ευτυχώς είχε προβλέψει να ρίξει στην τσάντα της μια ομπρέλα και έτσι τα ρούχα της είχαν κηλιδωθεί μόνο με μερικές σταγόνες βροχής.
Έριξε ένα βλέμμα γύρω της και με δυσφορία συνειδητοποίησε πως στο κεντρικότερο τραπέζι βρισκόταν η παρέα των παλιών της συμμαθητών. Η Νάνσυ, η Σούζη , η Ξένια και μερικές ακόμη γνωστές και άγνωστες φυσιογνωμίες συζητούσαν ζωηρά. Έθαβαν. Είχαν περάσει δυο χρόνια και παραπάνω από τη στιγμή που αποφοίτησαν από το σχολείο, όμως η παρουσία τους την ενοχλούσε σαν αγκάθι. Στο Λύκειο είχε περάσει τα πιο δύσκολα χρόνια της και εκείνοι δυσκόλευαν κι άλλο την κατάσταση με τα κακοπροαίρετα σχόλια τους. Έκανε τον κύκλο για να αποφύγει τις ατυχείς συναντήσεις και κατευθύνθηκε προς το μπαρ. Πίστευε πως θα βρει τον Ορέστη εκεί. Είχε στην τσάντα της τα καινούργια φάρμακα της μητέρας της και ήλπιζε μήπως ο Ορέστης την πήγαινε σπίτι έγκαιρα.
Τον έψαξε τριγύρω αλλά ο αδερφός της δεν ήταν πουθενά. Από τότε που είχε φτιάξει τη δική του επιχείρηση, ήταν άφαντος, όμως τον τελευταίο καιρό ήταν πολύ μυστικοπαθής.
«Συγγνώμη... Που είναι ο....»
Η φωνή της έμεινε μετέωρη όταν η σερβιτόρα την προσπέρασε σαν να ήταν αόρατη κρατώντας έναν υπερφορτωμένο δίσκο. Προσπάθησε να πλησιάσει μια άλλη από τις κοπέλες που δούλευαν στο μαγαζί, αλλά κι εκείνη την αγνόησε. Η φωνή της ούτε καν ακούστηκε. Τα δάχτυλά της άρχισαν να κινούνται νευρικά επάνω στην ξύλινη επιφάνεια του μπαρ. Η μητέρα τους έπρεπε να πάρει τα φάρμακα της σε ένα τέταρτο και εκείνος δεν ήταν πουθενά.
«Ο Ορέστης λείπει.»
Προς έκπληξη της παρατήρησε τον Μάξιμο πίσω από το μπαρ να έχει εμφανιστεί από το πουθενά αναψοκοκκινισμένος, κουβαλώντας δύο γεμάτα κιβώτια με ποτά.
YOU ARE READING
Μικρή Βαλίτσα
RomanceΤους μισούσε... Τους μισούσε όλους ανεξαιρέτως ο Ορέστης. Μαζί με τον καλύτερο του φίλο, του είχαν στερήσει την ανθρωπιά, τη συνείδηση, την ελευθερία. Η εκδίκηση τον βασάνιζε και ο σκοπός της ζωής του είχε γίνει πια ένας: να καταστρέψει οτιδήποτε ξέ...