-Τι; Αλήθεια;, φώναξε ο Αλέξανδρος και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του.
Όταν τον πλησίασε έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης.
-Πως;
-Όταν φτάσαμε μου είπατε να λύσω τα σκυλιά. Θυμάστε; Είχαμε ακούσει ένα ουρλιαχτό.
-Ναι, ναι. Ω Θεέ μου, τι θα κάνουμε;
Ο Λέανδρος μπήκε γρήγορα στη βίλα και σε μισό λεπτό γύρισε μ' ένα σεντόνι. Τύλιξε το πτώμα της Ρεβέκκας και τη σήκωσε στην αγκαλιά του.
-Θα πάμε μαζί στο νοσοκομείο. Εσείς, μαζί με την κυρία Θεμιστοκλέους θα πάτε με τη Bentley κι εγώ θα έρθω με το άλλο το αμάξι.
-Ναι, αυτό θα κάνουμε. Βιάσου Λέανδρε, χάνουμε πολύτιμο χρόνο.
Ο Αλέξανδρος με τη Λήδα πάντα στην αγκαλιά του μπήκε στη Bentley. Δεν είχε μυαλό να οδηγήσει και τα λεπτά που περνούσαν χειροτέρευαν τη κατάσταση καθώς σ' εκείνον φάνταζαν αιώνες.
Τα πιο δύσκολα και κρίσιμα λεπτά της ζωής του...
Έτρεμε καθώς προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς του πιο δυνατούς από κάθε άλλη φορά, μπορούσε και να τους ακούσει.
Δυστυχώς υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να τρακάρει, ειδικά σε αυτή τη κατάσταση που βρισκόταν.
Έριξε μια βιαστική ματιά πίσω του και είδε τη Λήδα στο ίδιο ακριβώς σημείο, δεν έπαιρνε καν ανάσα. Ο πανικός τον κυρίευσε τόσο πολύ που όσα που πρόλαβε να ακούσει τη κόρνα και να πατήσει φρένο. Λίγο ακόμα και θα έπεφτε πάνω σε ένα φορτηγό. Γαμώτο...
Λίγο αργότερα έμπαινε με φορά στο νοσοκομείο κρατώντας το σώμα της στην αγκαλιά του. Τώρα η αγωνία φαινόταν σε ότι έκανε, στο βλέμμα που είχε όταν άρχισε να φωνάζει.
-Γρήγορα, κάντε γρήγορα! Πεθαίνει, ελάτε κάποιος! Σώστε την, που είναι ο γιατρός; Βοήθεια!
Ο Ιορδάνης Τσουτσούνης τον πλησίασε με βιαστικά βήματα και έβαλαν τη Λήδα στο φορείο, την ίδια στιγμή που ο Λέανδρος έμπαινε κρατώντας στα χέρια του τη Ρεβέκκα.
-Πάρτε κι αυτήν., είπε.
Γιατρός και νοσοκόμοι χάθηκαν από τα μάτια του Λέανδρου, ενώ ο Αλέξανδρος τους ακολουθούσε.
-Δεν επιτρέπεται να μπείτε στο χειρουργείο!, ο γιατρός ούτε που έδειχνε να συμμερίζεται την αγωνία του.
-Μα... μα είναι η γυναίκα μου! Αφήστε με να είμαι κοντά της, θέλω να είμαι δίπλα στη Λήδα!, του φώναξε.
Ο γιατρός τον αγνόησε και έκλεισε τις πόρτες του χειρουργείου.
Λίγο μετά είδε στον διάδρομο του νοσοκομείου, να μεταφέρουν ένα άλλο φορείο. Δεν μπορούσε να δει τον άνθρωπο που ήταν πάνω γιατί τον είχαν καλύψει με λευκό σεντόνι.
Βρήκε μια νοσοκόμα.
-Ε, συγγνώμη θέλω να ρωτήσω κάτι. Ξέρετε που βρίσκεται η Ρεβέκκα Πετρίδη;
-Η κοπέλα που μας έφεραν πριν από λίγο; Εκείνη με τα πολλαπλά τραύματα; Λυπάμαι κύριε, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Ήταν ήδη νεκρή μόλις την έφεραν εδώ.
Ο Αλέξανδρος μουρμούρισε απλά ένα "ευχαριστώ" κι έκατσε στη πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του.
Η Ρεβέκκα μαχαίρωσε τη Λήδα...
Η Ρεβέκκα μάλλον ήταν ο δολοφόνος που έκανε τόσα εγκλήματα...
Η Ρεβέκκα τώρα είναι νεκρή.
Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό. Γιατί να σκοτώσει τόσα άτομα, γιατί να μισεί τόσο πολύ την αδερφή της ώστε να της επιτεθεί με μανία; Όλα του φαίνονταν ανεξήγητα, σίγουρα υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερε και που θα τα μάθαινε από την ίδια την Λήδα, μόλις θα γινόταν καλά. Γιατί σίγουρα θα γινόταν καλά, δεν υπήρχε αντίθετη περίπτωση... δεν θα μπορούσε να ζήσει αλλιώς. Του ήταν αδύνατο να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τη Λήδα, έμοιαζε τόσο...κενή.
Ο Λέανδρος δίπλα του, στεκόταν σαν χαμένος μη ξέροντας τι να του πει. Ένα "κουράγιο" σίγουρα δεν ήταν αρκετό, ούτε μπορούσε να προσφέρει παρηγοριά.
Έμενε αμίλητος, κρύβοντας πίσω απ' τη σιωπή την αγωνία του, όμως δεν ήξερε ότι έτσι φαινόταν πιο πολύ και ο Αλέξανδρος μπορούσε να νιώσει τι σκέφτεται ο νεαρός σωματοφύλακας.
Κι έτρεμε όλη την ώρα, δεν ήθελε να φανταστεί τι θα γινόταν στη χειρότερη περίπτωση.
Το ρολόι έδειχνε σχεδόν οχτώ και μισή το βράδυ. Περνούσαν τα λεπτά, η ώρα, όμως ο γιατρός δεν φαινόταν πουθενά.
-Θα τρελαθώ Λέανδρε! Κανείς δεν βγαίνει να μας μιλήσει τόση ώρα, το έχει γίνει πια;
-Κύριε, μην ανησυχείτε. Θα συνέλθει, θα γυρίσει ξανά στο σπίτι. Το πιστεύω, αλήθεια.
-Μακάρι. Κι εγώ αυτό θέλω να ελπίζω, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εκείνη. Είναι τόσο... άδεια.
-Καταλαβαίνω. Κουράγιο κύριε.
-Σ' ευχαριστώ Λέανδρε.
Λίγο αργότερα κατέφτασε στο νοσοκομείο ο Ερνέστος με την Αννέτα, συντετριμμένοι και οι δύο.
-Που είναι; Που είναι οι κόρες μου, μίλα Αλέξανδρε!, φώναξε η Αννέτα.
-Λυπάμαι πολύ. Η Λήδα είναι στο χειρουργείο, δεν μας έχουν πει κάτι.
-Η Ρεβέκκα;
-Δεν ξέρετε;
-Τι να ξέρουμε;, επενέβη ο Ερνέστος.
Ο Λέανδρος κι ο Αλέξανδρος κοιτάχτηκαν. Ήταν πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να τους πουν κάτι τέτοιο...
-Ε... Δεν ξέρω πως λέγονται αυτά. Δυσκολεύομαι πραγματικά πολύ.
-Αλέξανδρε ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΡΕΒΕΚΚΑ; Μας είπαν ότι την έφεραν εδώ με πολλαπλά τραύματα, όμως δεν ξέρουμε ακριβώς τη κατάσταση της, πως είναι. Πες μας!, επέμεινε η Αννέτα.
-Λυπάμαι πολύ. Πονάει και θα πονάει για πάντα αυτό, το ξέρω. Προσπαθήστε να είστε δυνατοί, να σταθείτε στα πόδια σας για τη Λήδα και την Ερωφίλη.
-Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις.
-Ερνέστο, η Ρεβέκκα δυστυχώς δεν τα κατάφερε. Υπέκυψε στα τραύματα της.
Ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό αντήχησε σε όλο το νοσοκομείο και η Αννέτα ξαφνικά έπιασε τη καρδιά της. Έπεσε κάτω σαν ένα σώμα χωρίς ζωή.
Ο Αλέξανδρος πρόλαβε μόνο να δει τον γιατρό να βγαίνει από το χειρουργείο, εξουθενωμένος. Τον πλησίασε με κομμένη την ανάσα.
Και μόνο όμως απ' το βλέμμα του, η καρδιά σφίχτηκε.
-Γιατρέ; Πως είναι η γυναίκα μου; Είναι καλά;
-Είστε ο Αλέξανδρος Θεμιστοκλέους;
-Προφανώς!
Κόμποι ιδρώτα έσταζαν από το μέτωπο του γιατρού. Τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.
-Κάναμε ότι μπορούσαμε. Λυπάμαι. Δυστυχώς...ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
Εδώ θέλω να δω σχόλια! Τι πιστεύετε ότι θα γίνει στη συνέχεια; Πως θα αντιδράσει ο Αλέξανδρος; Πολλά μπορούν να συμβούν. Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο με απρόσμενες εξελίξεις. Φιλάκια.
BẠN ĐANG ĐỌC
Απώλεια {TYS17}
Tiểu Thuyết ChungΛεμεσός, Μάρτιος 2012 Κάποιος τη βρήκε στο λιμάνι. Ήταν πεσμένη και διπλωμένη στα δύο, ενώ το αίμα κυλούσε από τα πόδια της. Ένα κοριτσάκι, μόνο δεκατεσσάρων χρονών. Εκείνη τη μέρα η απώλεια άρχισε να παίζει το δικό της παιχνίδι κι η Ερωφίλη βυθίστη...