Κεφάλαιο 34

201 53 15
                                    

Ο Ερνέστος δεν άκουγε και δεν έβλεπε τίποτα πια. Είχε μόλις πληροφορηθεί, από τον Αλέξανδρο, για τον θάνατο της συζύγου του, όμως δεν έδειξε καμία αντίδραση. Απλά έμεινε ακίνητος στο σημείο όπου καθόταν. Αυτά που πέρασε ήταν τόσα πολλά, μαζεμένα, που τον είχαν αδειάσει.
-Ερνέστο, να σου φέρω λίγο νερό; Δεν έχεις φάει καθόλου απ' το πρωί, θέλεις να πάμε κάτω;
-...
-Αχ δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω! Είναι μεγάλη η δυστυχία που κουβαλάς κι ένα μέρος από το φορτίο το μοιράζομαι μαζί σου κι εγώ. Προσπαθώ να σταθώ δίπλα σου, την ώρα που δεν ξέρω πως να στηρίξω εμένα! Τι να κάνω;, ρώτησε απελπισμένα ο Αλέξανδρος, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Ξαφνικά το κινητό του χτύπησε κι εκείνη τη στιγμή το κουδούνισμα του φάνηκε ο πιο ενοχλητικός ήχος που είχε ακούσει στη ζωή του.
-Ναι;, απάντησε απότομα.
-Κύριε Θεμιστοκλέους, πρέπει να σας πω! Ελάτε εδώ γρήγορα, επείγει!, φώναξε η Μαρία από την άλλη πλευρά του ακουστικού.
-Δεν μπορώ Μαρία, έχουν συμβεί πολλά εδώ. Ίσως και να μη γυρίσω σπίτι σήμερα.
-Μα είναι σημαντικό. Το παιδί...
-Τι έχει το παιδί μου Μαρία; Έπαθε κάτι;, η φωνή του είχε ανακτήσει τη ζωντάνια της, όμως διέθετε έναν τόνο ανησυχίας, πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από εκείνη.
-Όχι, όχι μην πάει ο νους σας στο κακό! Δεν έπαθε κάτι η μικρή.
-Ε τότε τι έγινε; Έλα πες μου από το τηλέφωνο, δεν μπορώ να έρθω σπίτι, πρέπει να μείνω δίπλα στον πεθερό μου.
-Να... η Ερωφίλη μας... μιλάει! Άρχισε να μιλάει ξανά, κουτσά στραβά βέβαια. Μόνο κάτι συλλαβές λέει...
-Πως; Τι είπες; Μιλάει;, παραλίγο να του πέσει το κινητό από τα χέρια.
-Ναι, ναι! Και προσπαθεί να πει τη λέξη μαμά!
-Αλήθεια;
-Ναι, καλέ σας λέω!
-Τι κάνει τώρα;
-Είναι στο δωμάτιο της και κοιμάται. Την έβαλα να ξαπλώσει γιατί ήταν σε σύγχυση.
-Καλά, καλά κλείσε και θα δω εγώ τι μπορώ να κάνω. Ίσως καταφέρω κι έρθω στο σπίτι, αργά το βράδυ βέβαια. Μαρία...να προσέχετε. Μην την αφήνεις λεπτό από τα μάτια σου, σε παρακαλώ.
-Μείνετε ήσυχος κύριε...
***
Η Λήδα δεν μπορούσε να κινηθεί. Ένιωθε όλα της τα μέλη βαριά, ασήκωτα και δύσκαμπτα. Αχ μόνο να μπορούσε να σηκώσει λίγο το χέρι της, να το λυγίσει για να καταλάβει τι ακριβώς ήταν εκείνο το αυτοκόλλητο στη φλέβα της. Μόνο να μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της, να σηκωθεί και να περπατήσει.
Μα... τι ηλίθια που ήταν! Μια ανάπηρη ηλίθια μάλιστα, που είχε ξεχάσει πως εδώ και τρία χρόνια κυκλοφορούσε με καροτσάκι ανά...
Ούτε τη λέξη δεν ήθελε να σκέφτεται.
Άρα το κομμάτι με τα πόδια και το περπάτημα ήταν τελείως άκυρο. Το ξεχνάμε.
Ναι, όμως τι θα μπορούσε να κάνει για να καταλάβει που βρίσκεται;
Ω... μα αυτό είναι! Έπρεπε να φωνάξει τον Αλέξανδρο, εκείνος σίγουρα θα ήξερε το μέρος που βρισκόταν.
Άνοιξε το στόμα της όμως δεν βγήκε φωνή... δεν βγήκε κανένας ήχος! Τι περίεργο.
Αντ' αυτού άκουσε εκείνον να της μιλάει. Της έλεγε ότι την αγαπούσε πολύ, ότι δεν έβλεπε την ώρα που θα γυρνούσαν πίσω, στο σπίτι τους κι ότι όλα αυτά ήταν κάτι σαν δοκιμασία, που περνώντας μέσα από αυτή θα κατάφερναν να βγουν πιο ενωμένοι και δυνατοί από ποτέ.
Μα για τι πράγμα μιλάει; Ποια δοκιμασία;
Ξαφνικά εκείνος πήρε το χέρι της στο χέρι του, το έσφιξε όπως έκανε στις δύσκολες στιγμές. Προσπάθησε και η Λήδα να του το σφίξει μα δεν τα κατάφερε.
Παράξενο. Την ώρα που άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια της, την ώρα που τον αντίκρισε, ένιωσε μια ελαφριά ζαλάδα, σαν σκοτοδίνη.
Δάκρυσαν τα μάτια της και θόλωσε το βλέμμα.
-Γιατρέ, γιατρέ ελάτε γρήγορα, άνοιξε τα μάτια της!, φώναξε ο Αλέξανδρος.
Ένιωσε σιγά σιγά να τον χάνει, την τράβαγε όλο και πιο πολύ το πυκνό σκοτάδι.
Εκείνος σαν να το κατάλαβε, την έσφιξε πιο πολύ.
-Όχι, όχι μη κοιμηθείς, κρατά τα μάτια σου ανοιχτά αγάπη μου!
Μάταια.
Όσο και να φώναζε ο Αλέξανδρος, η Λήδα δεν μπορούσε να κρατηθεί στο φως.
Μια πολλή γλυκιά αίσθηση την κατέλαβε, κάτι σαν αιώνιος ύπνος, σαν ήρεμος θάνατος.
Ο ήχος του μηχανήματος αντήχησε με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο, στην εντατική.
-Περάστε έξω, παρακαλώ!, είπε μια νοσοκόμα στον Αλέξανδρο.
Εκείνος κοιτούσε τον κόσμο γύρω του, μα δεν άκουγε πια. Μόνο από τα χείλια τους μπορούσε να πιάσει μερικές λέξεις όπως: "κώμα", "καμία ελπίδα", "φοβάμαι", "την χάνουμε", "πεθαίνει".
Το τελευταίο πόνεσε πολύ.
Η δική του γυναίκα; Πεθαίνει;
Μα, πως;

Επέστρεψα, δυναμικά πάντα! Σας έχω σε αγωνία κι αυτό μ' αρέσει γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει στο επόμενο κεφάλαιο, ειδικά όταν εγώ γράφω την ιστορία! Λοιπόν τι λέτε; Πως θα συνεχιστεί; Σχόλια να δω και τα αστεράκια σας φυσικά. Θα τα πούμε στο επόμενο κεφάλαιο, φίλοι μου. Να είστε σε επιφυλακή. Φιλάκια!

Απώλεια {TYS17}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora