Κεφάλαιο 9

359 67 41
                                    

Η Ρεβέκκα πήρε την κορνίζα από το τζάκι και την κοίταξε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. Πως πέρασαν τα χρόνια...

Στη φωτογραφία έβλεπε δυο πανέμορφα κορίτσια ηλικίας δεκαεφτά και δεκαπέντε χρονών. Πόζαραν αγκαλιασμένες στο φακό. Η Ρεβέκκα χαμογελαστή και η Λήδα με το ίδιο πάντα σοβαρό ύφος. Πίσω η φωτογραφία έγραφε: Πωμός, Ιούλιος 1993 

Ήταν η χρονιά που είχαν πάει όλοι μαζί οικογενειακώς στη Δυτική Κύπρο, όπου βρισκόταν το πολυτελέστατο εξοχικό τους. Θυμόταν τη Λήδα να κάνει μακροβούτια στη παραλία και το δέρμα της να παίρνει ένα πολύ όμορφο χρυσαφί χρώμα. Εκείνη δεν μαύριζε, είχε κατάλευκο δέρμα που γινόταν κατακόκκινο σαν καθόταν πολλή ώρα στον ήλιο. Για αυτό και το απέφευγε. Η αδερφή της... Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη, όμορφη, καλή μαθήτρια, με ελάχιστους φίλους. Είχε φτιάξει τη δική της οικογένεια κι η Ρεβέκκα τη ζήλευε. Όχι με την κακή έννοια, δεν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει έτσι για τη Λήδα. Ίσως επειδή τη λάτρευε και επειδή ποτέ στη πραγματικότητα δεν είχε ζηλέψει κανέναν. Πολλές φορές την έλεγαν 'θύμα', κυρίως η μητέρα τους, αφού ο καθένας μπορούσε να την ξεγελάσει. Όμως η Ρεβέκκα δεν αισθανόταν έτσι. Είχε μάθει να εκφράζει τα αισθήματα της ευθέως, δεν ήξερε τι θα πει κρατώ κακία για κάποιον. Κι αυτό γιατί πίστευε ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι τέλειος, ούτε φυσικά και η ίδια. Ήπιε μια γουλιά από το μαρτίνι της. Τους τελευταίους μήνες η κατάσταση είχε πάρει την κάτω βόλτα. Προσπαθούσε να διατηρήσει τη ψυχραιμία της, να στηρίξει τη Λήδα και την Ερωφίλη αλλά υπήρξαν στιγμές που κρυφά απ' όλους λύγιζε. Τι διάολο, δεν ήταν από ατσάλι! Μετά τον βιασμό της αγαπημένης της Ερωφίλης, τα αισθήματα άλλαξαν. Πρώτη φορά είχε νιώσει τόσο θυμό για έναν άνθρωπο, πρώτη φορά ήθελε να σκοτώσει. Να πιάσει αυτόν που το έκανε και...η Ρεβέκκα κούνησε το κεφάλι σε αυτή τη σκέψη. Δεν ήταν ώρα για αυτά... προτεραιότητα της ήταν να βοηθήσει όπως μπορούσε τα αγαπημένα της άτομα. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο, ένα μεγάλο πρόβλημα που είχε εμφανιστεί, τον τελευταίο καιρό, στη προσωπική της ζωή. Ο Δημήτρης την απέφευγε, δεν ήταν ηλίθια για να μην το καταλάβει. Ήθελε να τον φέρει κοντά της, να τον κρατήσει με κάποιον τρόπο. Και ο μόνος που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να κάνουν ένα παιδάκι. Η Ρεβέκκα δεν ήταν γεννημένη για μάνα. Πιο πολύ την ενδιέφερε να μελετάει βιβλία, να γράφει ποιήματα. Ήθελε μάλιστα να βρει και μια δουλειά. Ένα μωρό ήταν μεγάλη ευθύνη κι οι ευθύνες την τρόμαζαν. Όμως ήθελε να κρατήσει δίπλα της τον Δημήτρη. Δεν θα τα κατάφερνε...στο χέρι της πήρε τις εξετάσεις που αποδείκνυαν ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδί. Τώρα που το ήθελε για πρώτη φορά στη ζωή της, δεν μπορούσε... Αναστέναξε και με μια κίνηση κατέβασε όλο το μαρτίνι της. 

Απώλεια {TYS17}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora