Κεφάλαιο 36

210 49 13
                                    

Ο Ερνέστος, είχε γυρίσει σπίτι του μετά από έντονη επιμονή του γαμπρού του.

Δεν άκουσε για τον εγκεφαλικό θάνατο, ούτε τα λόγια που είπε ο δόκτωρας Τσουτσούνης στον Αλέξανδρο αργότερα.

-Κύριε, λυπάμαι όμως δεν τα καταφέραμε. Όπως σας είπα έχει επέλθει εγκεφαλικός θάνατος κι εμείς αναμένουμε την εντολή σας για να διακόψουμε τη τεχνητή υποστήριξη.
-Δηλαδή αν τη διακόψουμε τελειώνουν όλα;
-Δυστυχώς.
-Υπάρχει πιθανότητα να ζήσει τελικά; Έστω και μια στο εκατομμύριο;
-Μόνο μ' ένα θαύμα.
-Ας είναι. Δεν θα σταματήσω να ελπίζω!
-Πάντως εγώ δεν πιστεύω ότι μπορεί να γίνει καλά. Και να ξέρετε πως αν διακόψουμε τη τεχνική υποστήριξη, μπορούμε μετά να δωρίσουμε τα όργανα της,  σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Σκεφτείτε το, θα βοηθήσει πολύ.
-Θέλω ακόμα να ελπίζω σε αυτό το θαύμα που είπατε. Ας της δώσουμε ακόμα ένα μικρό χρονικό περιθώριο, μπορεί να...
Ο Αλέξανδρος δεν συνέχισε την πρόταση και μεμιάς κοίταξε αλλού, για να μη δει ο γιατρός τα δάκρυα του.
-Μπορείτε να πάτε στο μικρό εκκλησάκι του νοσοκομείου! Η προσευχή θα σας δώσει δύναμη, ηρεμία. Και μετά αν θέλετε να μπείτε στην εντατική, να της μιλήσετε, γιατί μπορεί να μην αντιδράει στα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά ακούει. Καλή δύναμη κύριε. Εύχομαι ν' αλλάξουν τα πράγματα.
-Ευχαριστώ γιατρέ. Αυτό θα κάνω, θα πάω στο εκκλησάκι, είναι η τελευταία μου ελπίδα. Να 'σαι καλά.
Ο Αλέξανδρος έβλεπε συγγενείς ασθενών, να κλαίνε, να πέφτουν στα γόνατα μπροστά από ένα εικόνισμα και να παρακαλούν.
Εκείνος προχώρησε μπροστά, με αβέβαια βήματα, μα έχοντας και την ελπίδα στη καρδιά του.
Ένωσε τις παλάμες μπροστά από το στήθος, σαν να παρακαλούσε.
Θεέ μου. Μ' ακούς έτσι; Είμαι εδώ μπροστά σου απελπισμένος, αβοήθητος. Δεν ξέρω που αλλού να στραφώ, ο γιατρός δεν δίνει καμία ελπίδα. Αν είναι να πιστεψω κάπου, ας πιστέψω σ' ένα θαύμα, αρκεί να έχω κάπου ν' ακουμπήσω τη πίστη μου. Χωρίς ελπίδα, δεν μπορώ να ζήσω, μ' ακούς; Σώσε την Θεέ μου, θέλω τόσο να γυρίσουμε πίσω στο σπίτι, στο παιδί μας! Να γίνουν όλα όπως παλιά...θεέ μου, στ' αλήθεια είναι απελπισμένος. Δεν ξέρω τι να κάνω, μ' ακούς;
Γύρω του οι άνθρωποι τον κοιτούσαν με κατανόηση. Κοιτούσαν έναν συντετριμμένο πατέρα και σύζυγο, έναν άνθρωπο που είχε φτάσει στα όρια της τρέλας.
Μα δεν θα μπορούσαν ποτέ να μπουν στη θεση του, να νιώσουν τα συναισθήματα που ένιωθε ο ίδιος κι αυτό έκανε ακόμα πιο λυπηρή τη κατάσταση. Το μόνο που του έμενε ήταν να κρατήσει αυτή τη τελευταία ελπίδα μέσα στη καρδιά του.

Απώλεια {TYS17}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora