Κεφάλαιο 29

213 54 5
                                    

Ο Δημήτρης καθόταν στο γραφείο του, χωρίς διάθεση για τίποτα. Μόλις χθες είχε πει στην Λήδα να συναντηθούν, με σκοπό να συζητήσουν για το στιλέτο που βρήκε στα πράγματα της αρραβωνιαστικιάς του, όμως ήδη είχε αρχίσει να μετανιώνει. Πως θα κατάφερνε να της το πει;

Εκείνο το μαχαίρι σίγουρα δεν ήταν της Ρεβέκκας, θα το ήξερε αν ήταν. Άρα από κάπου το είχε πάρει, κάτι του έκρυβε. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι μπορούσε να κρατάει μυστικά από αυτόν, αλλά τώρα ήταν σίγουρος πως υπήρχε κάτι που δεν ήξερε και αφορούσε άμεσα τη Ρεβέκκα. Οπότε έπρεπε να ενημερώσει τη Λήδα και να βγάλει η ίδια τα δικά της συμπεράσματα ή ακόμα και να διαφωτίσει τον ίδιο. 

Είχαν μπερδευτεί τόσο πολύ τα πράγματα στο μυαλό του, που δεν ήξερε τι να πιστέψει. Τον τελευταίο καιρό, τον προβλημάτιζε αρκετά η συμπεριφορά της αρραβωνιαστικιάς του που ήταν κάπως απότομη, ειρωνική σχεδόν. Βρε λες να γνώριζε για τη σχέση του με τη Λήδα; 

Α, μπα, που να γνώριζε εκείνη; Ζούσε στον δικό της κόσμο, ότι ψέμα και να της έλεγε αυτή το έτρωγε αμάσητο, τόσο χάπατο ήταν κι ας το έπαιζε ξύπνια στους άλλους.

Ο Δημήτρης χαμογέλασε αυτάρεσκα. Πως του είχε περάσει αυτή η ιδέα απ' το μυαλό και γιατί ανησυχούσε τζάμπα; Δεν υπήρχε καμία περίπτωση η Ρεβέκκα να γνωρίζει για τη σχέση του με τη Λήδα, από που να το μάθει άλλωστε;

                                                                              ***

Συνάντησε με την Κυριακή, στην διεύθυνση που σου γράφω. Μόνη σου. Αν δεν έρθεις, κινδυνεύει η ζωή σου και η ζωή όλων, να το ξέρεις αυτό. Πίστεψε με, δεν θέλεις να σε εξαφανίσω από προσώπου γης, να μη σε βρίσκουν ούτε τα σκυλιά. Κάνε αυτό που σου λέω, για να μην έχουμε απρόοπτα. Θυμήσου Κυριακή, έξι η ώρα, το απόγευμα... μόνη.

Δίπλωσε προσεκτικά το σημείωμα και το ακούμπησε πάνω στο γραφείο. Τώρα δεν είχε παρά να περιμένει, να τσιμπήσει το κοροιδο, να πέσει σαν ποντίκι στη φάκα. Τόσο ξαφνικά, τόσο αιφνίδια, πριν καν προλάβει να το πάρει χαμπάρι. Αυτό περίμενε με υπερβολική υπομονή, με μια λογική, που θύμιζε πιο πολύ παράνοια. Ναι, εδώ αρχίζει το ωραίο κομμάτι της υπόθεσης, το γλέντι. Αν η Λήδα συναντούσε μεθαύριο τον δολοφόνο, θα της άφηνε ελεύθερο το πεδίο για να πάει την ίδια μέρα στο σπίτι του Δημήτρη.

Είχε ψάξει το κινητό του και ήξερε πως είχαν κανονίσει να βρεθούν τη Κυριακή. Μόνο που εκείνη θα προλάβαινε, θα τον σκότωνε την ίδια μέρα, χωρίς να το πάρει είδηση η Λήδα ή οποιοσδήποτε άλλος. Μετά, θα πήγαινε στο σπίτι του κανονικά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα και θα ήταν αυτή που θα τον έβρισκε νεκρό, αν χρειαζόταν θα προσποιούταν και καμία ψεύτικη λυποθυμία.

Απώλεια {TYS17}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant