Κεφάλαιο 48

181 41 6
                                    

Η Λήδα ήταν εκεί και τον περίμενε στο καθιστικό. Είχαν πολλά ακόμα να πουν, έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, επιτέλους. Ο Αλέξανδρος έφυγε σαν τον κλέφτη από τη βίλα, χωρίς να περιμένει κάποια δική της εξήγηση, έστω μια δικαιολογία για αυτά που έκανε, απλά την άφησε στη σιωπή. Τώρα όμως δεν μπορούσε να την αποφύγει!

-Αλέξανδρε; Έλα λίγο να μιλήσουμε, σε παρακαλώ.

-Τι θέλεις να πούμε; Είμαι πολύ κουρασμένος, Λήδα, άσε καλύτερα να πάω πάνω.

-Όχι κάνε λίγο υπομονή και κάτσε δίπλα μου. Μόνο λίγο...

-Εντάξει. Θα σ' ακούσω, αν και δεν θα έπρεπε.

-Δεν μου αξίζει, θες να πεις, έτσι; Έχεις δίκιο, Αλέξανδρε, πολύ δίκιο. Εγώ ήμουν αδύναμη τότε, ούτε που σκεφτόμουν τις συνέπειες, για αυτό τα έκανα όλα. Στ' αλήθεια λυπάμαι πολύ, πίστεψε με... εκείνον τον καιρό δεν ήμουν η Λήδα. Η Λήδα που ξέρεις, η αληθινή. Χίλιες φορές σου ζητώ συγγνώμη.

-Κοίτα, ότι έγινε έγινε τώρα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω για αυτό κι εγώ λέω να κοιτάξουμε τι θα κάνουμε από δω και πέρα. Ναι;

-Πως το σκέφτεσαι δηλαδή;

-Εγώ λέω να κάνουμε μια προσπάθεια για τη σχέση μας. Ήμαστε παντρεμένοι δεκαπέντε χρόνια, δεν γίνεται να τα γκρεμίσουμε όλα, έτσι απλά. Ας προσπαθήσουμε μαζί, να γίνουμε όπως ήμασταν.

-Ναι, σ' αυτό συμφωνώ. Έχεις δίκιο, το σκέφτεσαι σωστά και να ξέρεις πως θα προσπαθήσω πολύ, για να είμαστε μια ενωμένη οικογένεια. Σας αγαπάω πολύ κι εσένα και την Ερωφίλη, είστε η ζωή μου όλη...

-Καλά, καλά. Θα δούμε πως θα γίνει. Παω τώρα πάνω να κοιμηθώ, γιατί όπως είπα και πριν είμαι κουρασμένος. Καληνύχτα, Λήδα.

-Καληνύχτα. Σ' αγαπάω.

Εκείνος έφυγε χωρίς να πει περισσότερα. Ένα δειλό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της, ήξερε πως σιγά σιγά θα τον κέρδιζε πάλι. Έτσι κι αλλιώς ο Αλέξανδρος την αγαπάει, πάντα την αγαπούσε βαθιά και απόλυτα, άσχετα αν εκείνη δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει από πριν αυτό. Τώρα ήξερε, πως έπρεπε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να ξαναφτιάξουν την σχέση τους.

Ακούστηκε κουδούνι και η Μαρία έτρεξε ν' ανοίξει. Δεν περίμεναν επισκέψεις τώρα το βράδυ, κανείς δεν τους είχε ειδοποιήσει πως θα έρθει στη βίλα. Η Λήδα αντίκρισε στο άνοιγμα της πόρτας, τον πατέρα της. Ήταν, ίσως η πρώτη φορά που κατάλαβε πόσο τον είχαν κουράσει τα τελευταία γεγονότα, πως είχαν αφήσει σημάδια στο πρόσωπο του και έδειχνε πολύ γερασμένος και μεγαλύτερος από όσο είναι. Το βλέμμα του σκοτεινό, κενό από χρώματα, από συναισθήματα, από τα πάντα. Στενοχωρήθηκε για αυτόν.

Απώλεια {TYS17}Où les histoires vivent. Découvrez maintenant