Κεφάλαιο 13

293 68 34
                                    

-Πως; Πως είπες; Δεν μπορεί, δεν γίνεται αυτό!, φώναξε ο Αναστασίου.

-Κι όμως...μια γειτόνισσα την βρήκε. Μας κάλεσε κατευθείαν, αλλά όταν φτάσαμε στο σημείο, είχε ήδη ξεψυχήσει. 

Ο αστυνόμος έβαλε τα χέρια στο κεφάλι και άρχισε να σκούζει.

-Που είναι η αστυνομία όταν γίνονται όλα αυτά; Γιατί δεν κάνουμε κάτι να σταματήσουμε τον δράστη; 

-Ε... αστυ...

-Φύγαμε! Έλα, πάμε στον Άγιο Αντώνιο, αμέσως. 

-Και τον Λάζαρο Παπαδάτο, τι θα τον κάνουμε; Είναι απ' έξω.

-Ας περιμένει λίγο κι αυτός, προέχουν άλλα πράγματα!

Ο Αναστασίου πήρε το σακάκι του και εξαφανίστηκε χωρίς να πει περισσότερα...

                                                                                            ***

Η Λήδα μπήκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου μαζί με τον Αλέξανδρο. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια τους, από ντροπή. Δεν τολμούσαν ούτε καν να κοιτάξουν τη κόρη τους στα μάτια...

Η Ερωφίλη, είχε ξυπνήσει κι έτσι όπως ήταν σκεπασμένη με τα σεντόνια του νοσοκομείου, στο κρεβάτι, έδειχνε ακόμα πιο μικρή, πιο χλωμή. Δεν μιλούσε και δεν θα μιλούσε, όμως το δικό της βλέμμα είχε κάτι από "γιατί", ένα γιατί ματωμένο, που μπορεί να μην είχε ειπωθεί με τα λόγια, αλλά η σιωπή της το φώναζε κάθε λεπτό. 

-Παιδί μου, πως αισθάνεσαι;, ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο Αλέξανδρος.

Εκείνη δεν μπήκε καν στον κόπο να τους κοιτάξει. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι.

-Μίλα μας, πες, μόνο μια λέξη..., ψιθύρισε η Λήδα. Μάταια...

Η Ερωφίλη, σαν να μην τους άκουσε έκλεισε τα μάτια, για να κοιμηθεί. Και οι δυο είδαν το δάκρυ που κυλούσε  στα μαγουκα της. Έσκυψαν το κεφάλι απογοητευμένοι κι αμέσως μετά βγήκαν από το δωμάτιο...

                           ***
Ο Άγγελος Αναστασίου μπήκε με φόρα στο ρημαγμένο σπίτι. Όλο κι όλο ούτε πενήντα τετραγωνικά, μύριζε, οι τοίχοι είχαν ξεβάψει και το άλλοτε πεντακάθαρο πάτωμα, είχε γεμίσει αίματα. Το λυπήθηκε.

Φαντάστηκε τη κύρα-Μάρω, να αργοπεθαίνει, προσπαθώντας κάπως να φωνάξει, να ζητήσει βοήθεια. Κι από πάνω της η σκιά του δολοφόνου, εκείνου του μισητού ανθρώπου που διψούσε για εκδίκηση και δεν θα σταματούσε εδώ...

Απώλεια {TYS17}Donde viven las historias. Descúbrelo ahora