Κεφάλαιο 6: Δάκρυα

1.3K 89 21
                                    


7:10 π.μ ετοιμάζομαι για το σχολείο. Φοράω το μαύρο μακρυμάνικο ζιβάγκο μου την μαύρη φαρδιά φόρμα μου... Δεν αφήνω καθόλου τα χέρια μου ακάλυπτα, η μελανιές ακόμα δεν έχουν φύγει και τίποτα δεν έχει επουλωθεί ακόμα. Παίρνω την τσάντα μου, το κινητό μου φοράω τα αθλητικά μου και πάω προς την πόρτα. Βγαίνω και κλειδώνω, κατεβαίνω τα σκαλιά και είμαι έτυμη να βγω από την πόρτα της πολυκατοικίας!

Νιώθω κάθε χτύπο της καρδιάς μου να χτυπά δυνατά, καθαρά, έντονα, φοβισμένα... Νιώθω τις κόρες των ματιών μου να διαστέλλονται και να συστέλλονται. Όλο το σώμα μου τρέμει και ανατριχιάζει, ένα βάρος στην καρδιά με καταπλακώνει και το σώμα μου σφίγγεται κάνοντας τις ουλές μου να με πονέσουν. Για άλλη μια φορά η προοπτική να ξαναβγώ έξω στον κόσμο μου φαίνεται ακατόρθωτη... Τρέχω ξανά στο σπίτι ξεκλειδώνω, διπλοκλειδώνω και ξανά χώνομαι στο κρεβάτι μου παραληρώντας από τον φόβο μου και δάκρια εμφανίζονται για άλλη μια φορά στα πρησμένα και κόκκινα μάτια μου.

Εδώ και μία βδομάδα, από εκείνη την φρικτή μέρα, δεν μπορώ να βγω από το σπίτι. Να πάω στο σχολείο, να δω την Ήβη και τον καθηγητή της φυσικής μου και να λύσω ασκήσεις στον πίνακα που νομίζει πως δεν ξέρω να λύνω... Να συμπληρώσω στο απουσιολόγιο της απουσίες και τις αποβολές των παιδιών, να κάτσω με την Ήβη και να πετάμε την μια ηλιθιότητα μετά την άλλη.

Μία βδομάδα, απλά μια βδομάδα ήταν ικανή να μου αλλάξει την ζωή να με κάνει δειλή, να φοβάμαι να βγω, να τρέμω μόνο και μόνο στην σκέψη, να μην νιώθω την ψυχή μου. Εδώ και μια βδομάδα με το ζόρι μίλησα με την Ήβη 3 φορές στο τηλέφωνο και αυτό με μεγάλη δυσκολία. Από εκείνη την μέρα φοβάμαι, και βλέπω πως πλέων δεν ζω πως η ζωή με προσπερνά. Πρέπει να κάνω κάτι για αυτό όμως δεν μπορώ να νικήσω των φόβο μου. Ίσως ήρθε η ώρα να το κάνω, να πω στην Ήβη για ότι έγινε και να με βοηθήσει, γιατί αυτό είναι που χρειάζομαι, έναν άνθρωπο δίπλα μου ένα στήριγμα...

Οι ώρες περνούσαν με το μυαλό μου να γυρνάει στα ίδια γεγονότα και να καίγονται τα εγκεφαλικά μου κύτταρα... Είχε πάει επτά το απόγευμα και ο οργανισμός μου άρχισε να αντιδρά κάνοντας την κοιλιά μου να γουργουρίζει και το στόμα μου να στεγνώνει από την αφυδάτωση. Κατευθύνθηκα στην κουζίνα και ετοίμασα μια ομελέτα. Αν και πεινούσα το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος κάνοντας με, να καταπίνω την ομελέτα με δυσκολία...

Ένας γδούπος ακούστηκε, πράγματα να πέφτουν, γυαλιά να σπάνε. Πετάχτηκα από την τρομάρα μου! Ποιος διάολο τα έκανε όλα λίμπα; Αφουγκράστικα τους είχους σε μια προσπάθεια να καταλάβω τι γινόταν. Ο θόρυβος προερχόταν από κάπου κοντά. Πλησίασα την πόστα του σπιτιού και έκανα ξανά το ίδιο πράγμα. Ο ήχος αυτην την φορά ακόμα ποιο δυνατός. Έπρεπε να βγώ έξω μπορεί να γινόταν καμιά λυστία και κάποιος να κοινδίνευε. Πλέον το μόνο που λειτουργούσε ήταν το ένστικτό μου, έπρεπε να κάνω κάτι μπορει να έκαναν κακό σε κάποιον... Βγήκα από την πόρτα όμως τύποτα δεν γινόταν, Ξανά διάφοροι γδούποι ακούγοντας αλλά αυτή την φορά κατάλαβα από πού προέρχονταν. Ο Αχιλλέας... Ο Θεέ μου!

Ο ΦΥΣΙΚΟΣ ΜΑΣWo Geschichten leben. Entdecke jetzt