Κεφάλαιο 13:Ένα τηλεφώνημα

1.3K 77 28
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου και είδα το άδειο κρεβάτι. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την κούνια των παιδιών. Δεν ήταν εκεί... Παναγία μου, που είναι; Προχώρησα ανήσυχη προς την κουζίνα, μα δεν είσαι κανέναν από τους τρείς. Πήγα στο σαλόνι και είδα μια εικόνα που με ξάφνιασε. Στον καναπέ καθόταν η Σοφία και έτρωγε ένα τοστ ενώ τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην τηλεόραση και έβλεπε τον βασιλιά των λιονταριών. Δίπλα της ο Αχιλλέας με την φόρμα και πάλι χωρίς μπλούζα κάτι που με ξαναέφερε σε φάση Ζουμπουλία. Κρατούσε στα χέρια του τον Γιωργάκη και τον τάιζε γάλα με το μπιμπερό. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού είδα κι άλλα τοστ και χυμό στο πλαστικό ροζ ποτηράκι της Σοφίας, και δύο κούπες με καφέ, που περιείχαν και οι δύο γάλα, άχνιζαν ζεστές όπως ήταν.

Σ:- Καλημέρα!

Α:- Καλημέρα. Είπε και μου χαμογέλασε στραβά.

Σο:- Καλημέρα θεία. Προχώρησα κοντά τους και κοίταξα εξεταστικά τα παιδιά. Ήταν ντυμένα, η σοφία είχε χτενισμένα τα μαλάκια της και ο μικρός είχε μια άλλη αποσυρομένη πιπίλα κρεμασμένη στο φορμάκι. Αμέσως ένιωσα ντροπή κα θυμό προς εμένα.

Σο:- Θεια, ο θείος τα έφτιαξε όλα αυτά! Με έντυσε. Μόνο πλετσουδίτσα δεν μου έκανε μπορείς να μου κάνεις εσύ;

Σ:- Ναι φυσικά. Έλα εδώ. Γύρνα να στην φτιάξω. Άρχισα να πλέκω τα μαλλιά της και ο Αχιλλέας με κοιτούσε ερευνητικά. Ακόμα είχα σκυμμένο το κεφάλι μου και είχα πάρει ξανά μια ροζ απόχρωση. Όταν τελείωσα η μικρή με κοίταξε χαρούμενη και έπιασε τον χυμό, αρχίζοντας να πίνει.

Α:- Άγγελέ μου... είσαι καλά;

Σ:- Εμ, ναι. Αλλά να... γιατί δεν με σήκωσες και τα έκανες μόνος σου. Δεν έπρεπε να το κάνεις. Εγώ έπρεπε... Κι τώρα δεν έκανα τίποτα, δεν-

Α:- Έι. Δεν έκανα τίποτα! Το να βάλεις βούτυρο σε κομμένο ψωμί, προσθέτοντας σαλάμι και τυρί, βράζοντας νερό κα προσθέτοντας σε ένα ποτήρι χυμό, δεν είναι κάτι. Και έπεισες δεν μου πήγαινε η καρδιά να σε σηκώσω. Κοιμόσουν πολύ όμορφα. Σιγά το πράγμα.

Σ:- Καλά καλά. Αλλά το μεσημεριανό το φτιάχνω εγώ και εσύ θα πας στις δουλειές σου και μετά θα έρθεις να φας εδώ. Τέλος! Δεν έχει αντιρρήσεις.

Α:- Οκ πάσο. Είπε και γέλασε πνιχτά.

Φάγαμε όλοι μαζί πρωινό και μετά ο Αχιλλέας έφυγε για να ετοιμάσει πράγματα για το σχολείο. Μεθαύριο είχαμε σχολειό. Τα παιδιά θα έφευγαν αύριο το πρωί και εγώ θα διάβαζα αύριο. Στην σκέψη του διαβάσματος ζάρωσα. Ποοοοο ποιος έχει τώρα όρεξη για ασκήσεις γραμματικής, κρίμα που έχω τελειώσει τα μαθηματικά και την φυσική! Ποιο εύκολα βρίσκεις τον τάφο του Μ. Αλέξανδρου παρά όρεξη για διάβασμα. Βόγκηξα και κοίταξα την τηλεόραση όπου ακόμα έπαιζε το παιδικό. Όταν τελείωσε πήγα τον μικρό στο κρεβατάκι του μιας και κοιμήθηκε. Η Σοφία ήταν μες την τρελή χαρά και με ακολούθησε στην κουζίνα βοηθώντας με να ετοιμάσω παστίτσιο. Όταν τελειώσαμε η ώρα ήταν 2:30 οπότε άρχισα να στρώνω. Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και πήγα να ανοίξω. Ήταν ο Αχιλλέας. Προχωρήσαμε όλη μας και φάγαμε το παστίτσιο.

Ο ΦΥΣΙΚΟΣ ΜΑΣDove le storie prendono vita. Scoprilo ora