Είκοσι Εννέα

87 10 5
                                    

Συντετριμμένη.

Έτσι ένιωθα.

Η φίλη μου, η αδερφή μου δέχτηκε επίθεση.

"Πώς; Που είναι τώρα; Είναι καλά;" ρωτούσα ξανά και ξανά νιώθοντας την τρέλα και την απόγνωση να με κυριεύει.

Δεν θα άντεχα να χάσω και αυτήν.

Ξάφνου ένα σφίξιμο καθήλωσε το στήθος μου και ο αέρας ήταν πλέον ελλιπής. Δεν είχα αρκετό οξυγόνο. Ήμουν εγκλωβισμένη σε έναν υπόγειο χώρο με την κρίση πανικού να με απειλεί. Όπως τότε. Όπως μετά τον θάνατο του άλλου μου μισού.

"Κρύσταλ, ηρέμησε" άκουγα την φωνή του Κέιλεμπ αμυδρά "Οι άντρες μου κατάφεραν να την σώσουν. Αν και πολύ χτυπημένη και μπερδεμένη είναι μια χαρά. Τους διέταξα να την φέρουν στο παλάτι."

Βαθιά ανάσα. Ήταν καλά.

"Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πάθει ξανά κάτι κακό; Μου υπόσχεσαι πως θα μείνει ασφαλής;" τον ρώτησα και ένα δάκρυ από αυτά που πάσχιζα να κρατήσω δραπέτευσε.

Ο Κέιλεμπ με κοίταξε στα μάτια.

"Στο υπόσχομαι" ψιθύρισε και άνοιξε διάπλατα τα χέρια του.

Αν και διστακτικά χώθηκα στην αγκαλιά του. Χρειαζόμουν μία πατρική φιγούρα εκείνη την στιγμή.

"Πρέπει να την αγαπάς πολύ" διαπίστωσε.

"Πιο πολύ από τον ίδιο μου τον εαυτό" μουρμούρισα και ήταν αλήθεια.

Η πρώτη μου ανάμνηση είναι μαζί της. Και μαζί του. Εμείς οι τρεις. Εγώ, ο Κάιλ και η Ολίβια να τρέχουμε στην πίσω αυλή μας. Ως μεγαλύτερη μας πρόσεχε όσο μπορούσε. Βέβαια ποτέ δεν τα κατάφερε. Μαζί με τον Κάιλ μονίμως γυρεύαμε μπελάδες και την παρασέρναμε.

Ήταν πάντα δίπλα μου. Πάντα.

Στον θάνατο του αδερφού μου ήταν η μόνη που με εμπόδισε από το να βάλω τέλος στην ζωή μου, καθώς ο πατέρας μου ήταν βυθισμένος στο δικό του μαρτύριο. Αυτά τα υπέροχα ξανθά μαλλιά της και τα αμυγδαλωτά καστανά μάτια της είναι πλέον χαραγμένα στην ζωή μου, στις αναμνήσεις μου και στην καρδιά μου.

Ακόμα και αν είχα μήνες να την δω πάντα την ένιωθα δίπλα μου. Ακόμα και όταν προσπαθούσα απεγνωσμένα για ώρες να την καλέσω από εκείνο το τηλέφωνο στο παλάτι χωρίς κανένα σημάδι ότι ήταν καλά.

"Ξέρω πόσο δύσκολο είναι για σένα όλο αυτό. Αν και έχεις ξεπεράσει το γεγονός ότι όλη η ζωή σου ήταν μία ψευδαίσθηση, ξέρω ότι δυσκολεύεσαι να δέσεις αρμονικά στον κόσμο μας. Το βλέπω κάθε φορά στα μάτια σου. Ή μάλλον το έβλεπα. Έβλεπα απέραντη θλίψη. Ένα κενό. Ότι κάτι σου λείπει. Ακόμα και όταν ήσουν με τον Τζέικομπ πίσω από την σπίθα των ματιών σου το κενό ήταν πάλι εκεί" μου έλεγε ήρεμα.

Τα Χρονικά των Έρμινς: Η Καταραμένη #TBA2019Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt