Είκοσι Πέντε

88 11 2
                                    

Άρχισα να συνέρχομαι. Το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να σπάσει. Όλο μου το σώμα ήταν αδύναμο και πονούσε.

Άνοιξα τα μάτια μου.

Βρισκόμουν σε έναν μικρό πέτρινο χώρο λογικά θαμμένο βαθιά στην γη. Απέναντί μου σιδερένια κάγκελα εμπόδιζαν την μοναδική ελπίδα διαφυγής μου. Προσπάθησα να κουνηθώ. Τα χέρια μου όμως ήταν δεμένα με αλυσίδες. Αν ήμουν ικανή να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου ίσως να μπορούσα να ελευθερωθώ. Αλλά στην κατάσταση στην οποία βρισκόμουν το πιο πιθανό ήταν να πέσω λιπόθυμη ξανά.

Ξαφνικά, βήματα ακούστηκαν και μία μορφή εμφανίστηκε στις σκιές.

"Ώστε εσύ είσαι η περίφημη κόρη του Βασιλιά" είπε η μυστήρια αντρική φωνή "Παράξενο. Περίμενα πως θα ήταν πιο δύσκολο να σε φυλακίσουμε επειδή μας είχαν πληροφορήσει ότι έχεις απερίγραπτες δυνάμεις αλλά ήταν τόσο, μα τόσο εύκολο."

"Ποιος είσαι και τι θες;" γρύλισα ορμώντας μπροστά.

Δυστυχώς οι αλυσίδες με σταμάτησαν.

Γέλασε.

"Αν νομίζεις ότι θα σου αποκαλύψω την ταυτότητά μου είσαι ανόητη. Όσο για το τι θέλω, είναι απλό. Τον θάνατο του Βασιλιά Γουάιτ. Ο πατέρας σου, βλέπεις, έχει πολλούς εχθρούς. Λίγοι όμως έχουν την δυνατότητα να τον εξαφανίσουν" απάντησε.

"Άφησέ με να μαντέψω. Εσύ είσαι ένας από αυτούς" χλεύασα.

Παραδόξως η φωνή του μου ακουγόταν οικεία. Τον είχα ξανασυναντήσει, αυτό ήταν σίγουρο.

Που όμως;

Ποιος ήταν;

"Λυπάμαι που στο ανακοινώνω αλλά ήρθε η ώρα να αποχωρήσω. Μην ανησυχείς θα επιστρέψω" η φωνή του με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

"Επίσης, εάν στην χείριστη των περιπτώσεων καταφέρεις να διαφύγεις, δεν θα ήθελα να είμαι εδώ να δω το θέαμα" είπε και ένα ανατριχιαστικό γρύλισμα αντήχησε στον αποπνικτικό χώρο.

Μετά από αυτό αποχώρησε με βαριά βήματα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δεν ξέρω πόσες ώρες ή ημέρες έχουν περάσει.

Κάθε στιγμή περνάει αργά και βασανιστικά. Η πείνα με έχει καθηλώσει. Οι καρποί μου έχουν ματώσει από τις μάταιες προσπάθειές μου για να ελευθερωθώ. Αλλά ακόμα και αν τα κατάφερνα να διαφύγω, δεν νομίζω ότι θα ήμουν ικανή να νικήσω το τέρας που παραμόνευε έξω από την φυλακή μου. Μία σκοτεινή τερατώδης φιγούρα που γρύλιζε βάδιζε στον διάδρομο χωρίς σταματημό. Ένα υγρό έτρεχε από το στόμα του και έπεφτε σε σταγόνες στο κρύο πάτωμα. Έμοιαζε με αιλουροειδές αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Παρ' όλο τον κίνδυνο η σκέψη μου έτρεχε αλλού.

Τα Χρονικά των Έρμινς: Η Καταραμένη #TBA2019Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora