°° 16 °°

13 4 0
                                    


~ Καμέλια ~

Λέω να αφήσουμε για λίγο την γνωστή παρέα και να μεταφερθούμε κάπου... Αλλού.

-Ποια είσαι; Την ρώτησε ένας άντρας που καθόταν αναπαυτικά στο θρόνο.
-Δεν ξέρω. Μιλούσε σιγά και φοβισμένα.
-Φίλντιξ σου φαίνεται να είναι καλά; Τι ρωτάς!; Επενέβη η γυναίκα οου καθόταν πλάι του.
-Και τι θέλεις να κάνω; Αν δεν θυμάται ποια είναι η ίδια, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς!
-Το να σταματήσεις να της φωνάζεις είναι μια καλή αρχή. Τον έβαλε στη θέση τους η μαυρομάλλα σύζυγος του.
-Οχχ... Καλά, την αφήνω σε σένα. Έχω σημαντικότερα πράγματα να κάνω από το να ντανεύω μία κοπελίτσα που έχει χάσει τη μνήμη της...
-Α ναι! Τον ειρωνεύτηκε η σύζυγος του. Τι σόι δουλειές; Να μεγαλώσει τα παιδιά ήνα οργανώσεις το βασίλειο; Γιατί αυτά τα κάνω εγώ!!!
-Οοο Μελίγια, όχι πάλι τα ίδια... Το ζευγάρι άρχισε πάλι τους καυγάδες. Η κοπέλα κοκακλωμένη στην θέση της τους παρακολουθούσε μπερδεμένη.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτό το κάστρο; Πως καταλάβαινε την γλώσσα τους; Δεν θυμόταν να είχε μιλήσει σε κανέναν. Κι εκτός αυτού, ποια ήταν;
Κάποιος της έπιασε το χέρι. Η νεαρή από το ξάφνιασμα, έβγαλε ένα επιφώνημα τρομαγμένη.
-Ήρεμα, της είπες μία γυναικεία μορφή, δεν θέλω το κακό σου. Η φωνή της γαλήνια έδινε την εντύπωση στην μπερδεμένη κοπέλα ότι επρόκειτο για κάποια φιλική παρουσία. Σήκωσε τα μάτια της και άρχισε να την εξετάζει. Ήταν μια μαυρομάλλα με καστανά μάτια με μαλλιά σου σγουρά μέχρι τη μέση. Έμοιαζε πολυ με τη βασίλισσα.
-Οο Αρετή, παρ' την από εδώ σε παρακαλώ. Την παρότρυνε η γυναίκα από τον θρόνο. Η κόρη γνέφοντας θετικά έκανε το θέλημα της μητέρας της - βασίλισσα των Δεντριδών πραγματικοτητα.
Η Αρετή οδήγησε την νεαρή ως ένα δωμάτιο. Απέξω συνάντησε τους δύο αδελφούς της, τον Λιτσ και τον Κάμερον. Πάλι καυγάδιζαν και το ποιος είναι ο καλύτερος ιππέας. Η Αρετή δεν μπορούσε να μην εξοργιστεί με την στάση τους. Είχε βαρεθεί να καυγαδίζουν. Κοτζάμ πρίγκιπες δεκαεξι και δεκαεφτα χρονών τσακώνονται για ψιλοπράγματα! Όμως όταν είδαν την κοπέλα -με την απώλεια μνήμης- το μάτι τους για γυάλισε επικίνδυνα. Τόσο που σταμάτησαν να ασχολούνται με την πολυαγαπημένη τους ασχολία να τσακώνονται και....
-Ποια είναι αυτή η δεσποινίδα; Ρώτησε ο Λιτσ, ο μεγαλύτερος αδερφός της - ο διάδοχος.
-Δεν θυμάται, αυτό είναι το πρόβλημα. Ανέφερε η Αρετή και κι ας είχε μία περίεργη υποψία ότι δεν ρωτούσε τυχαία. Ο Κάμερον την κοιτούσε αποσβολωμένος και με τον ίδιο ενθουσιασμό.
Η Αρετή δεν άργησε να καταλάβει. Πέρνοντας χαμπάρι το τι συνέβαινε -και μιας και δεν ήθελε περισσότερους καυγάδες- οδήγησε την νέα φιλοξενούμενη στο δωμάτιο της. Θα της διάλεγε ένα φόρεμα να φορέσει, πολύ πιο κομψό και περιποιημένο από αυτό το που φορούσε, γεμάτο λάσπες. Έκλεισε την πόρτα στα μούτρα των αδελφών της.
-Ουφ... Ξεφύσησε. Φτηνά την γλυτώσαμε.
-Τι σου συμβαίνει; Η Αρετή τότε συνειδητοποίησε πόσο σοβαρή ήταν αυτήν η έλλειψη αναμνήσεων. Όχι μόνο δεν θυμόταν βασικά πράγματα, δεν καταλάβαινε ούτε τι συνέβαινε γύρω της! Λες και έπεσε από τον ξαφνικά από τον ουρανό! Αγνωούσε την συμπεριφορά των ανθρώπων όσο και τις προθέσεις τους. Η κατάσταση ήταν σοβαρή.
Στραβοκατάπιε και δοκίμασε άλλη μία φορά να καταφέρει να την προσεγγίσει. Ένα καλό κίνητρο ήταν τα φορέματα.
-Δεν είναι όμορφα; Ποιο σου αρέσει; Τη ρώτησε ενώ κρατούσε στα χέρια της τα τρία φορέματα που έδειχναν να είναι ταιριάζουν στα μέτρα της.
Η κοπέλα δεν μπορούσε να διαλέξει, έτσι η Αρετή της χάρισε μια σκούρα πράσινη τουαλέτα. Η κοπέλα το δέχτηκε χωρις αντίρρηση. Η νεαρή πριγκίπισσα ένιωθε πως ντύνει μια πανέμορφη λούτρινη κούκλα. Την βοήθησε η ίδια να ντυθεί και δεν φώναξε τις υπηρέτριες της. Δεν ήθελε να την αναστατώσει κι άλλο. Στο τέλος της πέρασε ένα ασημένιο κολιέ από το λαιμό και την οδήγησε τη στον καθρέφτη για να δει τον εαυτό της. Μήπως και με αυτοί τον τροπο επανέλθουν κάποια κομμάτια από την χαμένη μνήμης της.
-Είσαι πολύ όμορφη. Της είπε και η δεσποινίδα στον καθρέφτη κοκκίνισε. Τα μαλλιά της ήταν κατακόκκινα σαν να τα είχε αγκαλιάσει φωτιά ενώ τα μάτια της είχαν μια αποχρωση έντονου μπλε σαν το βαθύ χρώμα της θάλασσας. Σκέτη ζωγραφιά! Το σώμα της λεπτό και το δέρμα της απαλό παρμένο από παραμύθι. Ήταν ένα όνειρο.
Η Αρετή φοβόταν για αυτήν. Τόσο καιρό που τριγυρνούσε από εδώ και από εκεί, ποιός ξέρει τι είχε περάσει; Έψαξε για βέρα ή για σημάδια από βέρα. Θα ήταν κάπως ανακουφιστικό να υπάρχει ένας σύζυγος που να την ψάχνει αλλά ούτε τέτοια βρήκε. Η απορία της μεγάλωνε. Κανένας άντρας δεν την γύρευε; Κανένας αδερφος ή αδερφη δεν την έψαχνε; Της ήταν αδιανόητο να μην είχε διασωθεί η φήμη ότι εξαφανίστηκε μια τόσο όμορφη κοπέλα από την πόλη.
Όσο η Αρετή αναλογίζονται, πηδώντας από μια υπόθεση την άλλη, η νεαρή κοκκινομάλλα είχε απομακρυνθεί από το καθρέφτη και πλησιάζει το μπαλκόνι του δωματίου. Η πριγκίπισσα μόλις το αντιλήφθηκε έτρεξε φοβισμένη να την απομακρύνει μη τυχόν πέσει καταλάθος. Και παρότι δεν ήταν στα συγκαλά της, οι αισθήσεις και τα όργανα της λειτουργούσαν άψογα. Ακόμα και ο γιατρός παλατιού είχε μείνει με την απορία. «Πως είναι δυνατόν!» Είχε πει. Το σώμα της μετά από μια τόσο άσχημη μορφή αμνησία έπρεπε να φέρει σημάδια κακουχία ή ίχνη υποσιτισμού. Ο γιατρός του κάστρου έψαχνε και έψαχνε μα δεν της βρήκε ούτε ένα τραύμα ούτε μια γρατζουνιά.
-Πως το έπαθε αυτό όμως αν δεν χτύπησε κάπου; Μονολογούσε η Αρετή προσπαθώντας να βρει μιας λύση. Η νεαρή χωρίς όνομα και καταγωγή φαινόταν ήρεμη παρά τις απειρες απορίες που αναμφίβολα θα είχε. Στεκόταν στο μπαλκόνι αγναντεύοντας τη θέα του ουρανού και τα πουλιά να πετούν ξέγνοιαστα στο ροδωπό χρώμα του ηλιοβασιλέματος. Ο αέρας δρόσιζε το πρόσωπό της ανακατεύοντας τα πορφυρά κόκκινα μαλλιά. Η Αρετή την είδε να κλείνει τα μάτια της αργά για να νιώσει πιο έντονα πτην παρουσία του.
-Είναι πολύ ωραία εδώ. Είπε μονάχα και η Αρετή συμφώνησε. Για εκείνη τα πάντα ήταν ξένα και αλλόκοτα, βγαλμένα από έναν άλλο κόσμο. Ήταν σαν... Τη μικρή της αδελφή, την Μυρτώ. Και οι δύο ζούσαν και το πιο ασήμαντο πράγμα σαν κάτι το συγκλονιστικό.
Η κοπέλα αποτραβήχτηκε από τα κάγκελα του μπαλκονιού μόλις είδε το δάσος. Για κάποιο λόγο, που η Αρετή αλλά ούτε εκείνη γνώριζε, της θύμιζε κάτι το δυσάρεστο. Το ξάφνιασμα δεν πέρασε απαρατήρητο από την πριγκίπισσα.
-Τι συνέβη; Ρώτησε ενώ την αγκάλιασε για παρηγοριά.
-Δεν... Δεν θυμάμαι, απλώς... Τρόμαξα. Της απαντήσε.
Σενάρια έτρεχαν και έφευγα στο μυαλό της Αρετή. Απαγωγή, δουλεμπόριο, αυταρχικός πατέρας ή οικογένεια και ότι άλλο είχε διαβάσει ή είχε ακούσει της φαινόταν πιθανό ως παρελθόν για την ιστορία αυτής της νεαρής.
Η κοκκινομάλλα, παρά το σοκ, δεν εγκατέλειψε το μπαλκόνι.
Οποία κι αν ήταν αυτή η απειλή τώρα δεν την άγγιζε. Η Αρετή την θαύμαζε για την γενναιότητα και το θάρρος της. Το να μην θυμάσαι είναι ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να σου συμβεί.
Η Αρετή την διατηρήσε το βλέμμα της στην κοπέλα καθώς εκείνη στράφηκε συγκεκριμένα σε ένα είδος λουλουδιού που της τράβηξε την προσοχή. Έκοψε ένα άνθος προσεκτικά και το έφερε κοντά στη μύτη της.
-Μυρίζουν σαν...
-Σαν τι; Απόρησε ξαφνιασμένη η Αρετή.
-Δεν θυμάμαι. Της θα απάντησε και η πριγκίπισσα δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει.
-Είναι Καμέλια. Εξήγησε η πριγκίπισσα. Η κοπέλα μύρισε το κατακόκκινο λουλούδι για ακόμα μια φορά.
Ξαφνικά μια ιδέα φτερούγισε στο μυαλό εκείνης της μαυρομάλλας.
-Νομίζω ότι σου βρήκαμε το κατάλληλο όνομα. Προς το παρόν, πώς σου φαίνεται το "Καμέλια"; Θα ήθελες να σε φωνάζουμε από εδώ και μπρος έτσι;
-Πολύ καλό, μου αρέσει. Απάντησε με ένα χαμόγελο. Η Αρετή ένιωσε ένα κύμα χαράς και λύπης να την διαπερνά.
Ποιο να ήταν άραγε το πραγματικό όνομά της;

Που να' ξερε...

Στα Ίχνη του Φοίνικα: Πορφυρό Κόκκινο [1 Βιβλίο]Where stories live. Discover now