°° 21 °°

6 3 0
                                    


~ Πικρό Δηλητήριο ~

Ενώ όλα αυτά τα γεγονότα διαδραματιζόντουσαν στα πλοία ο Έντγουιν έδινε την δική του μάχη. Πολεμούσε για τα πάντα: Την ζωή, δικαιοσύνη, ειρήνη, ελευθερία  μα κυριότερα για την λύτρωση της πληγωμένης του τιμής. Η ανακοίνωση ότι ο αδελφός του ήταν προδότης στιγμάτισε αιώνια την καρδιά του.
-Αυτό έχεις μόνο! Φώναξε ο Ντράγο προκαλόντας τον ενώ ο νεαρός έψαχνε να βρει την ανάσα του.
-Έλα Έντγουιν, μπορείς! Τα λόγια του βασιλιά του έδιναν πνοή. Κάθε χτύπημα του Ντράγο γινόταν με ανυπολόγιστη μανία. Κάθε βήμα κάθε λάθος μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίο και για πρώτη φορά ο καστανομάλλης νέος φοβόταν τον θάνατο. Η ήττα του σήμαινε υποδούλωση, πόνο, πίκρα και θάνατο. Δεν μπορούσε να πάρει ένα τέτοιο ρίσκο. Το είχε πάρει απόφαση, δεν υπήρχε περίπτωση να πεθάνει αν δεν πραγματοποιούσε τον στόχο του.
Το τσεκούρι του βαρβάρου πέρασε ξυστά από το κεφάλι του Έντγουιν καθώς η λάμα γυάλιζε στο χρυσαφένιο φως το πρωινού. Δεν είχα ιδρώσει δεν θα κουραζόταν. Ο θαλασσινός αέρας φυσούσε βοριά καλώντας τον να μην εγκαταλείψει την μάχη.
-Λίγο ακόμα... Διάβασε τα χείλη της Αλίσον που δεν τα έπερνε από μέρος του.
Στο επόμενο χτύπημα όμως άρχισε να αμφισβητείται η ποιότητα της μονομαχίας. Μία ξαφνική διαπίστωση έκανε τις σκέψεις του να αλλάξουν ρότα. Μύρισε τον αέρα και μια ελαφριά δύσοσμη μυρωδιά ισχώρισε στα ρουθούνια του. Κάτι είχε αυτό το τσεκούρι που κρατούσε τούτος ο άγριος πειρατής. Μύριζε περίεργα και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό.
Με ένα άλμα απέφυγε το επόμενο χτύπημα και έσκυψε για να αποφύγει το μεθεπόμενο. Με το σπαθί του τελικά ο Έντγουιν κατάφερε ένα σοβαρό χτύπημα στον θώρακά του αντιπάλου του. Ο Ντράγο παρόλο που πόνεσε δεν φώναξε αντίθετα η οργή του θέργεψε. Με την εμπειρία του στην μάχες έφερε τον αντίπαλο του εκεί που ήθελε. Ο Έντγουιν συγκρατούσε το τσεκούρι με το σπαθί του χωρίς να μπορεί να κουνηθεί. Μόλις προσέξε ένα αφύλακτο σημείο στην πανοπλία του νεαρού ήταν η ευκαιρία που έψαχνε για αντεπίθεση. Το τραύμα που επέφερε ήταν μια ελαφριά γρατζουνιά κι όμως, δεν ήταν τόσο αθώα όσο φαινόταν. Η Αλίσον ανακάλυψε την αλήθεια πρώτη.
-Δηλητήριο! Είναι παγίδα! Φώναξε ενώ ο Ντράγο χαμογέλασε. Στα πόδια του ο Έντγουιν σπάραζε από τον πόνο.
-Τώρα! Είπε ο θηριώδης φονιάς και κούνησε με σινιάλο το χέρι του.
Ένας τοξότης πάνω στον καταπράσινο λόφο με αλάνθαστη πορεία έστειλε ένα βέλος κατά το μέρος του βασιλιά Ντικίλ. Η δέχτηκε όμως το χτύπημα ενώ ο ξαφνικός αέρας άλλαξε το βέλος πορεία και πετυχε την Κάθριν. Κι εκείνη στην αγκαλιά της φίλης της υπέφερε σε ένα ακαταλόγιστο πόνο ενώ ο Ντράγο απογοητευμένος και θυμωμένος όσο δεν έχει έδωσε διαταγή με την βαριά φωνή του να τους συλλαβουν όσο εκείνος θα αποτελειώνε τον Έντγουιν που σπαρταρούσε απ' τον πόνο.
Το σώμα του νεαρού πονούσε κάθε δευτερόλεπτο λίγο παραπάνω. Ήταν θαλασσινός και γνώριζε την πηγή του δηλητηρίου μα τι νόημα είχε πια; Το πετρόψαρο είχε κάνει την δουλειά του. Φτηνό κόλπο μα εκατό της εκατό αποδοτικό.
Ο Ντράγο προχώρησε ως το πρόσωπο του κι έσκυψε για να δει καλύτερα τον κατόρθωμα του. Ο Έντγουιν δάγκωσε το κάτω χείλος του, ανίκανος να αντιδράσει. Ο πόνος είχε παραλήσει το χέρι του αφαιρώντας του την ικανότητα να κρατήσει σπαθί. Έσφυξε δυνατά τα δόντια του μουγκρίζοντας αγριεμένα.
-Το μυρίζεις; Τον ειρωνεύτηκε ο Ντράγος. Ο θάνατος είναι κοντά, και κοίτα σύμπτωση. Είναι ο δικό σου. Του είπε ο Ντράγο χτύπωντας τον κοροϊδευτικά στον ώμο και σηκώθηκε. Με βαθιά ικανοποίηση στράφηκε στον Ντικίλ και είπε:
-Ώρα να δεις τα αποτελέσματα των πράξεών σου βασιλιά.
Ο Ντικίλ δεν άντεξε λεπτό παραπάνω το σώμα του τον εγκατέλειψε την πιο κρίση στιγμή. Αφαίθηκε στο κράτημα των εχθρών του. Η μαλθακή, ευγενική ψυχή του υποχώρησε μη αντέχοντας να βλέπει να βασανόζονται δύο αθώες ψυχές για χάρη του ενώ η Ηλιάνα έκλαιγε με μαύρο δάκρυ ενώ μέσα στην αγκαλιά της μια φίλη της είχε υποκύψει στο δηλητήριο. Η δόση που είχε υποστεί ήταν ισχυρότερη.
Ο Έντγουιν καταλαβαίνοντας ότι με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο η μοίρα του δεν άλλαζε έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.
-Τέλειωσέ το! Του είπε και ο Ντράγο άλλο που δεν ήθελε να ακούσει. Σήκωσε το σπαθί και ορμητικά έπεσε όταν... Ο Έντγουιν άνοιξε τα μάτια του. Οι κραυγές και οι φωνές του Ντράγου τον παρακίνησαν να το κάνει. Ο πειρατής πάλευε να ξεφύγει από τα μανιασμένα τσιμπίματα και γαμψιές δύο γερακιών. Ο Άρειον ο Β' και ο Άρειον ο Γ' έκαναν το πρόσωπο του άνδρα αγνώριστο και παραμορφωμένο. Ήδη τα νύχια του πρώτου γερακίου είχαν βρει ήδη τα μάτια του. Ταυτόχρονα στη χορωδία διαδέχτηκαν φωνές και χλιμιντρίσματα αλόγων. Ο Ραούλ είχε καταφτάσει πάνω στην ώρα!
Οι σύντροφοι του πολέμαρχου πειρατή τον εγκατέλειψαν στον έλεος του στην απόπειρα του να ξεφύγουν. Ο Έντγουιν δεν έχασε άλλο χρόνο, με την λογιστή του δύναμη πραγματοποίησε το τελευταίο του στόχο.
Το κεφάλι του Ντράγο κύλησε στο χώμα φοβερίζοντας ακόμα περισσότερο τους αναπομείναντες υπερασπιστές του 'Μεγάλου Αφεντικού'. Τα γεράκια ξεχείκαν κι αυτά στην μάχη με ένα σφύριγμα της Άλισον, η οποία έτρεξε στην αγκαλιά του άνδρα της -και προς μεγάλη της έκπληξη- εκείνος την αγνόησε για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο βασιλιάς Ντικίλ.
Ο Έντγουιν ακόμα και σε αυτά τα χάλια δεν μπορούσε να γελάσει πικρόχωλα στο παρον θέαμα. Η καρδιά του πονούσε πιο πολύ απ' ότι το τραύμα. Πόσο θα ήθελε να δει την Έμελιν έστω για τελευταία φορά δεν περιγραφόταν, ήξερε όμως πως αυτό δεν δεν συνέβαινε. Ο Ντικίλ μόλις συνήθεις έτρεξε προς το μέρος του προσπερνώντας κάθε λογής εμπόδιο που σκεφτόταν μπροστά του (και περιλαμβανομένου πτώματα ανδρών ακόμα και το ξερυζωμένο κεφάλι το Ντράγο).
Ο Έντγουιν δεν μπορούσε να κουνηθεί, ο πόνος είχε παραλήσει εντελώς το σώμα του και πλέον είχε μείνει μονάχα ένα ελαφρύ μούδιασμα.
-Αγόρι μου είσαι καλά; Να φέρω γιατρό. Σίχουα! Φέρτε τον Σίχουα! Ο βασιλιάς έτρεμε από ανησυχία.
-Ντικίλ φτάνει. Ψιθύρισε με χαμόγελο ο Έντγουιν πιάνοντας του το χέρι.
-Δεν πονάω πια. Σε παρακαλώ όμως μπορείς να...
-Να κάνω κάτι για εσένα. Μα πώς να αρνηθώ! Φυσικά και μπορώ, ότι θες. Πες μου τι... Τι θελεις; Ο βασιλιάς Ντικίλ μιλούσε γρήγορα και σπασμωδικά, έτσι ήταν όταν αγχονώνταν. Ένα μεγάλο ανήσυχο παιδάκι που έψαχνε να βρει λύσει για τα πάντα, όμως αυτήν την φορά ο χρόνος δεν σταματούσε. Ήταν μιραίο το πικρό δηλητήριο να ενεργήσει...
Όλοι οι Θαλασσινοί, νέοι και γέροι συγκεντρώθηκαν γύρω του. Πρόσωπα λυπημένα, βουβά έσταζε από τα βαθύ της ψυχής τους ένα θλιβερό συναίσθημα, εκείνο το πικρό δηλητήριο της απώλειας. Κέρδισαν πολλά σήμερα αλλά έχασαν και πολλά. Έχαναν έναν δικό τους, συμπολίτη τους που τόσο είχε συνησφέρει. Το χαμόγελο τους πρόσφερε ζωντάνια και ζωή κι όμως η μοίρα έπαιζε το δικό της κακόβουλο παιχνίδι.
-Σε παρακαλώ, σε ικετεύω την Έμελιν προστατευόμενη σου. Μόνο αυτό ζητώ. Είπε ο βασιλιάς τον αγκάλιασε σφιχτά ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Ο Έντγουιν ξάπλωσε, οι ανάσες του λιγόστευαν. Κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος έλαμπε χλωμός κάτω από τα σύννεφα.
-Μακάρι να λυτρωθεί η οικογένεια μου, μακάρι να μην υπήρχες Άλομιρ... Κατέστρεψες έναν λαό, πρόδωσες εκείνον εσχάτων μέχρι και εμένα, όμως... Σε συγχωρώ... Είπε και το κεφάλι του έγυρε στο πλάι προς την μεριά της θάλασσας που τόσο χρόνια του έδινε αυτό που ήταν. Ζωή, κουράγιο, πατρίδα. Σταμάτησε να αναπνέει, η ψυχή είχε φύγει από το σώμα. Και γύρω του σιωπή, αποπνικτική και μονότονη...

Στα Ίχνη του Φοίνικα: Πορφυρό Κόκκινο [1 Βιβλίο]Where stories live. Discover now