Βρέχει. Πάλι. Δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα από τότε που μπήκε ο Ιούνιος που να μην έχει βρέξει, αλλά τι να πει κανείς; Γιάννενα είναι αυτά , θα έλεγα χειρότερα και απο το Λονδίνο , μόνο που στα Γιάννενα ταιριάζει η βροχή, η ομίχλη τα πρωινά , η υγρασία και γενικά ο μουντός και γκρίζος καιρός. Κρύο δεν είχε, ευτυχώς δηλαδή , αυτό έλειπε, ούτε μπανάκι στη θάλασσα , άλλα και πουλόβερ από πάνω ; Την γλυτώσαμε την κουβέρτα τουλάχιστον και για σήμερα .
Από τις σκέψεις μου με έβγαλε η οθόνη του κινητού μου που αναβόσβηνε συνεχώς . Είχα ξεχάσει πως ήταν στο αθόρυβο. Είχα πάρει τον μεσημεριανό μου ύπνο και δεν ήθελα κανείς να με ενοχλήσει.
"Στον ύπνο σου με έβλεπες;" είπα κάπως βαριεστημένα , ενώ χασμουρήθηκα λιγάκι .
"Έχεις ιδέα πως η ώρα είναι έξι το απόγευμα έτσι;" είπε ο Άλεξ από την άλλη γραμμή .
"Μεσημέρι για μένα ακόμα" είπα με τον ίδιο τόνο με πριν.
"Έρχομαι απο'κεί." δήλωσε .
"Ε έλα, τι μου το λές χριστιανέ μου; Κλειδιά έχεις." του είπα κάπως ενοχλημένη. Δεν ήταν λόγος αυτός να με πάρει τηλέφωνο και να ταράξει την ηρεμία μου.
"Λίγη ευγένεια που και που δεν βλάπτει. Άλλωστε , δεν μπορώ να έρχομαι όποτε μου γουστάρει , δεν είναι δικό μου το σπίτι."
"Αυτό δε θυμάμαι να το σκέφτηκες την προηγούμενη βδομάδα που μου έσειρες εδώ μέσα την ξανθιά γκόμενα και με εκτόπισες από το ίδιο μου το σπίτι!" του είπα κάπως παιχνιδιάρικα , ενώ η διάθεσή μου άρχισε να αλλάζει και να ξεφεύγει από την ζάλη του 'μόλις ξύπνησα'.
"Ώχου, θα μου το χτυπάς για μια ζωή."
"Πόσο καλά με ξέρεις." είπα σαρκαστικά.
"Κλείσε , είμαι στον δρόμο , έρχομαι." Δεν χρειάστηκε να πει κάτι άλλο κανείς από τους δυό μας. Άφησα το κινητό δίπλα στο μαξυλάρι του καναπέ όπου ήμουν ξαπλωμένη και έκλεισα για άλλη μία φορά τα μάτια μου.
Ο Άλεξ ήταν υπέροχο παιδί και κυρίως ο καλύτερος κολλητός στον κόσμο. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα κορίτσια γι'αυτό και όταν μετακόμισα στα Γιάννενα από την Πρέβεζα που είναι το πατρικό μου , έναν περίπου χρόνο πριν ,για τις σπουδές μου, δεν ταίριαξα με καμία απο τις συμφοιτητριες μου αντιθέτως ταίριαξα αμέσως με τον Άλεξ . Δεν υπάρχει τίποτα ερωτικό μεταξύ μας, ποτέ δεν υπήρχε. Τον νιώθω σαν αδερφό μου. Περνάμε σχεδόν όλη τη μέρα μαζί. Έχω γνωρίσει τους δικούς του κι εκείνος τους δικούς μου γονείς . Ο πατέρας μου τον έχει συμπαθήσει τόσο πολυ , που κάθε φορα που επιστρέφω στην Πρέβεζα απογοητεύεται που δεν έχει έρθει και εκείνος μαζί μου. Νιώθουν ασφάλεια που υπάρχει ένας άντας να με προστατεύει όσο είμαι μόνη μου έδω.
YOU ARE READING
RECKLESS
Romance"Εύα , σε παρακαλώ μη με φοβάσαι-" ειπε. Πώς ήταν δυνατον να το κάνω αυτό; Ήξερα πολύ καλά που είχα μπλέξει. Είχα πείσει μέχρι και τον ιδιο μου τον εαυτό οτι ίσως όλο αύτο να δούλευε , αλλά κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασ...