~ Κεφάλαιο 30 ~

39 10 2
                                    


Είχαμε καθίσει με τον Άλεξ στις μεγάλες αναπαυτικές μαξιλάρες που είχα γύρω από το τραπέζι και ξεκινήσαμε να τρώμε. Εκείνος κλασικά έτρωγε καρμπονάρα, ενώ εγώ μακαρόνια με πέστο. Μόλις είχε έρθει το φαγητό και πέθαινα της πείνας. Δεν μιλούσαμε, ήξερα που ήθελε να το πάει και απλώς περίμενα να ξεκινήσει εκείνος, και δεν άργησε πολύ.

"Θα μου πεις τι συμβαίνει;" ρώτησε και έφαγε μια μεγάλη πιρουνιά από το φαγητό του. 

"Δε σου τα είπε η Ζωή; Αποκλείεται να κράτησε το στόμα της κλειστό" είπα αδιάφορα, γνωρίζοντας πολύ καλά την αδερφή μου. Σίγουρα του είχε μιλήσει για όλη την κατάσταση τον τελευταίο καιρό, αυτός ήταν και ο λόγος που ο Άλεξ δεν με ενόχλησε τις τελευταίες μέρες, δε με πήρε ένα τηλέφωνο να δει τι κάνω και που χάθηκα, ήξερε καλά που ήμουν και τι έκανα.

"Φυσικά και μου τα είπε όλα με κάθε λεπτομέρεια, αλλά γιατί δε σε βλέπω χαρούμενη; Φαίνεσαι να έχεις πάλι τα κάτω σου και μόλις είχες συνέλθει" μου είπε χωρίς να με κοιτάζει, όμως μπορούσα να καταλάβω την ανησυχία που έκρυβε η φωνή του.

"Δεν έχει καμία σχέση αυτό που νιώθω τώρα με όσα συνέβησαν τότε. Τώρα νιώθω απλώς μπερδεμένη, τότε ήμουν χίλια κομμάτια" προσπάθησα να τον καθησυχάσω. Δεν ήταν εντελώς ψέμα αυτό που έλεγα. Τότε ήμουν διαλυμένη και ακόμα προσπαθώ να μαζέψω ό,τι έσπασε μέσα μου. Τώρα δεν ήταν σίγουρα το ίδιο συναίσθημα, αλλά δεν ήμουν απλώς μπερδεμένη, ένιωθα πολλά παραπάνω αλλά δεν ήθελα με τίποτα να τον ανησυχήσω. 

"Δε τον εμπιστεύομαι" είπε απλά.

"Δε τον ξέρεις καν" είπα το προφανές, πως ήταν δυνατόν να βγάζει συμπεράσματα για κάποιον που δεν έχει συναντήσει ποτέ.

"Έχω την εντύπωση πως ακόμα κι αν τον συναντήσω δε θα αλλάξει η άποψή μου για εκείνον." είπε αποφασιστικά.

Όμως πριν προλάβω καλά καλά να επεξεργαστώ αυτό που είπε και να απαντήσω ανάλογα, χτύπησε το κινητό του. 

"Η Ζωή" μου είπε και το σήκωσε αμέσως

"Έλα αγάπη, έφτασες" της είπε εκείνος, κι έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, αφού άκουσε τι είχε να του πει, συνέχισε "Ναι, μαζί είμαστε, θα της το πω, φιλάκια" είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

"Τι έγινε;" τον ρώτησα ανήσυχα, κατάλαβα πως η Ζωή κάτι έλεγε για μένα.

"Που διάολο έχεις το κινητό σου; Σε πήρε πόσες φορές να σου πει οτι έφτασε, κι άλλες τόσες η μάνα σου" μου είπε σαν να με μαλώνει. Το είχα ξεχάσει τελείως, απενεργοποίησα το κινητό μου για να μη βλέπω άλλο πια τις κλήσεις του Άρη, αλλά δεν μπορούσα να έχω επαφή με κανέναν. 

RECKLESSDonde viven las historias. Descúbrelo ahora