~ Κεφάλαιο 19 ~

34 9 2
                                    


Περπατούσα μέσα στη νύχτα με γρήγορα βήματα για να φτάσω σπίτι. Ήταν περασμένες ένετεκα και πραγματικά είχε αρχίσει να έχει πάρα πολύ κρύο. Αγκάλιασα με χέρια μου το σώμα μου. Δεν ήμουν πολύ μακριά ακόμα, λίγα ακόμη βήματα και θα είχα φτάσει. 

Το μυαλό μου είχε απλά κολλήσει να σκέφτεται την μορφή του, το τραυματισμένο του σώμα, τα χέρια του, τη φωνή του... Ναι, τη φωνή του, μπορούσα ακόμα να ακούσω στ'αυτιά μου να λέει το όνομά μου. Θεέ μου τι στο καλό μου συμβαίνει; Προσπαθώ να βρω μια καλή δικαιολογία να πω στον εαυτό μου για τον τρόπο που συμπεριφέρομαι κοντά του, για τον τρόπο που με κάνει να νιώθω όταν βρίσκεται τριγύρω, όμως πραγματικά δε μπορούσα να βρω καμία. Καμία δικαιολογία δε με κάλυπτε εκατό τις εκατό. Εκτός από μία, που δεν θέλω ούτε να τη σκεφτώ ούτε να την ξεστομίσω ούτε καν να την παραδεχτώ. Όχι, δε πρέπει να είναι αυτό που σκεφτομαι, πρέπει να το ελέγξω, δε πρέπει να βγει στην επιφάνεια, αυτό θα είχε καταστροφικές συνέπειες, για όλους και πρώτα απ'όλα για τον εαυτό μου.

Από την άλλη στροβιλίζουν και παίζουν στο μυαλό μου ξανά και ξανά σκηνές από την συνάντησή μας πριν από λίγο. Ηταν τόσο... δε ξέρω, διαφορετικός υποθέτω, πράγμα που κάνει ακόμα δυσκολότερο το έργο μου, να συγκρατήσω τα συναισθήματά μου. Ο τρόπος που μου μιλούσε δεν έμοιαζε με καμία άλλη φορά, δεν ήταν καυστικός ως συνήθως, δεν με πρόσβαλε.Υπήρχε μια ευγένεια, μια καλοσύνη στη φωνή του για πρώτη φορά. Ένιωσα σαν να ξετύλιγε τα συναισθήματά του σιγά σιγά, σαν να ήθελε, πραγματικά ήθελα, να μου ανοιχτεί όμως κάτι τον κρατούσε πίσω. Δεν ήταν ο Τζόκερ που είχα γνωρίσει με την τρέλα στο βλέμμα, στα όρια της παράνοιας, που γελούσε υστερικά και από μόνο του αυτό μπορούσε να σε τρομοκρατήσει. Όχι δεν είχε καμία σχέση με αυτόν τον άνθρωπο, ήταν σαν να γνώρισα κάποιον άλλο απόψε. Και τι ήταν αυτό που ήθελε να μου πει αλλά δε πρόλαβε; Τι μπορεί να έλεγε πριν χτυπήσει το αναθεματισμένο κινητό μου;

Ανεβαίνω δύο δύο τα σκαλιά της πολυκατοικίας και τελικά φτάνω έξω από την πόρτα του διαμερίσματός μου. Ψάχνω τα κλειδιά μέσα στην τσάντα μου, όμως τελικά δε τα χρειάστηκα ποτέ, αφού ξαφνικά άνοιξε διάπλατα η πόρτα και φάνηκε η Ζωή.

"Καλά άκουσα! Επιτέλους ήρθες !" μου είπε με ανακούφιση και έκανε χώρο για να περάσω μέσα. Εκεί είδα τον Άλεξ να κάθεται στον καναπέ, με κοίταξε όμως δεν είπε τίποτα.

"Δεν άργησα πολύ" δήλωσα καθώς έβγαζα την τσάντα και το πανωφόρι μου και κυριολεκτικά τα πετούσα στον καναπέ.

RECKLESSWhere stories live. Discover now