"Έλα , θα σε πάω κάπου που να είσαι ασφαλής .." είπε και άπλωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ . Δεν έκανα καμία κίνηση όμως . Φοβόμουν .. Πού μπορεί να με πήγαινε; Δεν ήθελα να πάω πουθενά μαζί του , ούτε τον ήξερα αλλά κυρίως ήταν κι εκείνος ένας σαν του υπόλοιπους , πώς θα μπορούσα να είμαι σίγουρη ότι δεν θα μου έκανε κι αυτός κακό ;
Δεν είσαι ... αλλά σε έσωσε.. Φώναξε μέσα μου η συνείδησή μου .
"Γαμώτο δε θα το ξαναπώ ,σήκω να φύγουμε αλλιώς θα σε παρατήσω εδώ ολομόναχη και βρες άκρη μόνη σου !", είπε αυτή τη φορά κάπως πιο επιθετικά με πριν. Αν μείνεις εδώ , μπορεί εκείνος ο άντρας να ξαναγυρίσει , απ΄την άλλη αν φύγεις μαζί του δεν έχεις ιδέα που θα σε πάει και τι σκοπούς έχει.. Ζύγισα λίγο τις επιλογές μου και ύστερα ψέλλισα "Εντάξει".
Εκείνος περπατούσε μπροστά κι εγώ ακολουθούσα σιωπηλά λίγα μέτρα πιο πίσω . Πονούσα. Όλο μου το σώμα πονούσε , ήταν σαν να είχα καθήσει στις ράγες ενός τρένου , να πέρασε ακριβώς από πάνω μου αλλά να μην είχα καμία γρατσουνιά , να είχε μείνει μονάχα ο πόνος. Ένιωθα ένα βάρος στο στήθος μου να με πλακώνει , σαν να είχα μια τεράστια πλάκα που μου ήταν αδύνατον να τη διώξω από πάνω μου. Μπορούσα ακόμα να νιώσω τα κρύα του χέρια να ακουμπούν το σώμα μου. Αηδίασα... Συχαινόμουν μέχρι και τον ίδιο μου τον εαυτό εκείνη τη στιγμή .
Δεν είχα ιδέα που με πήγαινε. Δεν ρώτησα . Ήταν ψηλός , πολύ ψηλός και γεροδεμένος σε πλαίσια φυσιολογικά. Το κορμί του ήταν γεμάτο τατουάζ , στα χέρια , στην πλάτη, στον θώρακα , παντού . Δεν φορούσε μπλούζα , την κρατούσα ακόμη εγώ πάνω στην πληγή μου. Είχε ποτίσει ολόκληρη κι από λευκή είχε γίνει κόκκινη , Θεέ μου πόσο πολύ αιμοραγούσα; Παρατήρησα το τατουάζ στην πλάτη του, ήταν ένας δράκος. Έπιανε όλη του την πλάτη, φαινόταν ζωντανός καθώς προχωρούσε και οι μύες του κουνιούνταν μαζί με τον δράκο. Ακόμη και αυτό ήταν τρομακτικό.
Ξαφνικά στρίβει σε ένα στενό , αρκετά σκοτεινό και σίγουρα για οποιονδήποτε άλλον απλησίαστο. Ακολούθησα χωρίς καμία αντήρηση. Πού πάω να μπλέξω πάλι; Γιατί απλά δεν φεύγω τρέχοντας;
Βγάζει από την τσέπη του τζιν του ένα μπρελόκ και πολλά κλειδιά να κρέμονται από αυτό , ξεκλείδωσε μια πόρτα. Άνοιξε διάπλατα και μπήκε πρώτος μέσα. Πρόσεξε πως στεκόμουν ακίνητη .
"Θα σε περιμένω όλο το βράδυ;" είπε απότομα και με κοίταζε επίμονα. Προσπαθούσα να δω πέρα απ'την πόρτα αλλά μάταια , επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι.
YOU ARE READING
RECKLESS
Romance"Εύα , σε παρακαλώ μη με φοβάσαι-" ειπε. Πώς ήταν δυνατον να το κάνω αυτό; Ήξερα πολύ καλά που είχα μπλέξει. Είχα πείσει μέχρι και τον ιδιο μου τον εαυτό οτι ίσως όλο αύτο να δούλευε , αλλά κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασ...