Kεφάλαιο 1ο

123 12 1
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν ξανά στο ίδιο δάσος, στο ίδιο σημείο από το οποίο ξεκινούσε πάντα η καταδίωξή μου. Η σιωπή που επικρατούσε ήταν εκκωφαντική. Στα αυτιά μου βούιζε ο λιγοστός άνεμος που φυσούσε μια φθινοπωρινή νύχτα σαν και αυτή.

Πήρα μια βαθιά ανάσα προετοιμάζοντας τον εαυτό μου. Αφέθηκα ελάχιστα πριν αρχίσω το τρέξιμο, γιατί και να το ήθελα δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Έπρεπε αναγκαστικά να φύγω από εκεί. Ήθελα να πιστέψω πως αυτή την φορά θα ήταν διαφορετικά, δεν θα χρειαζόταν να κρυφτώ ώσπου να ξημερώσει, αλλά δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση να το επιτρέψει αυτό η Λιγεία.

Η ησυχία του δάσους όμως, χάθηκε πολύ γρήγορα. Από κάπου κοντά μου ακούστηκε το γρύλισμά της. Ήξερα ότι ήταν εκεί. Πάντα ήταν κάπου κοντά μου περιμένοντάς με. Δεν υπήρχε φορά που να μην με είχε βρει. Αναστέναξα και κοίταξα γύρω μου τον χώρο υπολογίζοντας τον χρόνο που ήλπιζα ότι θα κέρδιζα αν ξεκινούσα να τρέχω από εκείνη την στιγμή. Το γρύλισμα έγινε πιο δυνατό. Δεν έχω χρόνο, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Και το κυνηγητό άρχισε ξανά.

Έτρεχα πάλι. Έτρεχα σε αυτό σκοτεινό δάσος για χιλιοστή φορά. Δεν είχα τη δύναμη να κοιτάξω πίσω μου. Με την καρδιά μου να χτυπά πάνω από το φυσιολογικό, σε επίπεδα τρελά, από τον τρόμο και την ένταση, το μόνο που είχα τη δύναμη να κάνω ήταν να συνεχίσω. Αργά ή γρήγορα θα με έπιανε αν ελάττωνα την ταχύτητά μου έστω και για λίγο. Η αδρεναλίνη για χιλιοστή φορά είχε χτυπήσει το κόκκινο. Ίσως και να το είχε ξεπεράσει κιόλας.

Άκουγα βήματα· ας ήταν αχνά. Βήματα που μου θύμιζαν κάθε λίγο τον λόγο που έπρεπε να συνεχίσω. Δεν ήταν παιχνίδι όλο αυτό· αν σταματούσα θα πέθαινα.

Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος. Η καρδιά μου είχε βγει από το σώμα μου εδώ και ώρα. Τα πνευμόνια μου έκαιγαν λες και μια γιγάντια πυρκαγιά είχε ξεσπάσει μέσα στο στήθος μου. Ζητούσα απεγνωσμένα αέρα· οξυγόνο. Το φανελάκι μου είχε κολλήσει στο σώμα μου που γυάλιζε από τον ιδρώτα και το υφασμάτινο σορτσάκι της πιτζάμας μου είχε ανέβει στους γοφούς μου από την ξέφρενη διαδρομή. Είχα μαζέψει όλη τη σκόνη και την υγρασία της ατμόσφαιρα γύρω μου. Η ανάσα μου είχε ξεφύγει από το κανονικό και ανά στιγμές ένιωθα ότι δεν ανέπνεα καθόλου· ήξερα πως δεν ήταν μόνο από το τρέξιμο, αλλά και λόγω του ότι βρισκόμουν στα πρόθυρα κρίσης πανικού.

Τρέχα! Λίγο ακόμα.

Γνώριζα πως η Λιγεία με ακολουθούσε ακόμα. Μπορεί να μην άκουγα την τρομακτική της αναπνοή και αυτό ήταν κάτι ενθαρρυντικό, αφού σήμαινε ότι δεν ήταν και πολύ κοντά μου, αλλά συνέχιζα να ακούω τα βαριά της βήματα κάπου πίσω. Δεν θα με έχανε έτσι εύκολα. Αλλά πόσο μακριά ήταν αυτή τη φορά;

Ο Τελευταίος ΕφιάλτηςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora