Τηλεφώνημα

186 16 17
                                    

Εκείνη η νύχτα ήταν η ωραιότερη που είχα ζήσει.Οταν ήρθε το πρωί ξύπνησα με ένα χάδι του Δημήτρη στο πρόσωπό μου.

"Καλημέρα στην ομορφότερη του κόσμου"

Έτσι με ξύπνησε με αυτή την κουβέντα. Εγώ του χαμογέλασα. Σηκώθηκα και κοίταξα τη θάλασσα. Ήταν όμορφη . Ο ήλιος της χάριζε όλη του τη μαγεία. Ήταν χρυσή κι ο ουρανός ροζ. Ένα παραμύθι.

-Πρεπει να φεύγουμε σιγά σιγά.
-Βιάζεσαι μωρό μου;
-Είναι που έχω αφήσει μόνη της την Φαίη.
-Δεν νομίζω πως υπάρχει πρόβλημα.
-Κι εσύ πρέπει να βρεθείς με τον Νίκο , να του εξηγήσεις από κοντά ...
-Μην ανησυχείς.

Με πλησίασε κι εγώ τον φίλησα

"Σ'αγαπώ Δημήτρη" του είπα σχεδόν ψιθυριστά

"Κι εγώ ζωή μου, κι εγώ σ'αγαπώ" μου απάντησε και έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από την τσέπη του.

(...)

Τρεις ώρες αργότερα φτάσαμε έξω από το σπίτι του Νίκου.

"Έρχομαι σε δέκα " μου είπε κι έκλεισε την πόρτα.

Τα δέκα γίνανε δεκαπέντε, τα δεκαπέντε είκοσι και τα είκοσι εικοσιπέντε.

"Άργησα ;" ρώτησε. Εγώ γέλασα λίγο

"Καθόλου" του απάντησα

"Έλα , πάμε μέσα" μου είπε και μου έδειξε το σπίτι.

"Τι , τι εννοείς;" απόρρητα και περίμενα να ακούσω την απάντηση του.

"Πάμε μέσα. Αφού χάσαμε το δείπνο , πάμε να φάμε τώρα όλοι μαζί. Τα κορίτσια έρχονται σε μισή ώρα . Ο Νίκος φτιάχνει το τραπέζι κι εγώ πεινάω , οπότε..."

"Στάσου μια στιγμή, δεν έχω φέρει τίποτα. Δεν πρόλαβα να αγοράσω . Δεν γίνεται να περάσω με άδεια χέρια!" του είπα με έντονο τόνο στη φωνή μου . Και έκλεισα την πόρτα που μου είχε ανοίξει εκείνος.

"Ναζακια ;" με ρώτησε με πονηρό ύφος

"Θα 'θελες" του είπα πειρακτικά

"Έλα έλα..." Μου είπε και άνοιξε την πόρτα , με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε πάνω του .

"Θέλω να σε σφίγγω στην αγκαλιά μου για  πάντα " μου είπε και ακούμπησε όλο του το σώμα πάνω στο δικό μου

"Κι εγώ" του απάντησα και πέρασα τα χέρια μου γύρω από τον σβέρκο του.

"Πάντως" ,του είπα , " ένα κουρεματάκι το χρειάζεσαι"

"Έτσι λες , ε;"

"Ναι, έτσι λέω"

"Προχώρα τώρα κι άσε τα υπόλοιπα"

"Εντάξει"

Πήγαμε στην κουζίνα και χαιρέτησα τον αδελφό του Δημήτρη . Λίγο αργότερα έφτασαν και οι αδελφές του .

" Και τώρα ας φάμε" είπε ο Νίκος

"Μυρίζουν όλα υπέροχα " είπα και έφερα το μέλι κοντά στο πιάτο μου . Έβαλα λίγο στις τηγανιτες μου , πρόσθεσα λίγο παγωτό και μερικές φράουλες.

Έβαλα μια μεγάλη μπουκιά στο στόμα μου. Ήταν υπέροχη και πεντανόστιμη. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένα κινητό τηλέφωνο .

Ο Δημήτρης σηκώθηκε απότομα και έπιασε το σακάκι του που είχε αφήσει στον καναπέ.

Άρχισε να κόβει βόλτες , δεξιά και αριστερά . Πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του.

"Μάλιστα , καταλαβαίνω...Ναι... Μάλιστα... Μάλιστα... Εντάξει , αφού δεν γίνεται αλλιώς, θα έρθω εγώ..."

Με κοίταξε , δεν μου εξήγησε γιατί ή πού θα πήγαινε. Μόνο μου έριξε ένα απολογητικό βλέμμα. Αυτό .

Πήρε τα κλειδιά από τον πάγκο της κουζίνας κι έφυγε .

Η αμηχανία ήρθε την επόμενη στιγμή.

"Κάτι επείγον πρέπει να ήταν" είπε ο Νίκος

"Φάνηκε εξάλλου"συμπλήρωσε η Αλεξία

"Ναι , μα φυσικά , πώς αλλιώς;" Είπα κι εγώ για να τους δώσω να καταλάβουν πως δεν με πείραξε αυτό που έγινε.

"Ας συνεχίσουμε εμείς" είπε ξανά ο Νίκος κι εγώ έβαλα ακόμη μια μπουκιά στο στόμα μου.

(...)

"Είναι ώρα να φύγω" είπα στα κορίτσια κι έπιασα την τσάντα μου

"Εντάξει γλυκιά μου " μου απάντησε η Μαρία και με οδήγησε στην πόρτα

"Τα λέμε" μου είπε ο Νίκος και μου έκανε νόημα με το χέρι του.

Εγώ χαμόγελα και βγήκα έξω. Ακούμπησα την πλάτη μου και έγειρα λίγο στην εξώπορτα.



Γειααα σας αγάπες 🥰
Ελπίζω να περνάτε όμορφα.
Πολλά φιλάκια μέχρι το επόμενοοο
⭐⭐⭐💭💭💭💬💬❤️🦄🌹💓💫🦕

Το Πιο Γλυκό ΧτύπημαWhere stories live. Discover now