ΚΕΦ 3

291 33 6
                                    


Ήταν πια καταμεσήμερο όταν έφτασαν στον πλησιέστερο ταξιδιωτικό σταθμό. Τα δυο πανδοχεία ήταν γεμάτα κόσμο που μπαινόβγαινε. Ο κεντρικός δρόμος έσφυζε από δραστηριότητα. Τα παμφορεία ήταν έτοιμα να αναχωρήσουν για τον βορρά γεμάτα Κροσελένους.

Πολλοί μικροπωλητές είχαν στήσει τους πάγκους με την πραμάτεια τους στις άκρες του δρόμου, δίπλα στα πανδοχεία. Πουλούσαν ότι μπορούσε κανείς να επιθυμήσει. Φυλαχτά, νήματα, φρούτα, ψωμί, παστό κρέας, μέλι και κρασί, βότανα και αλοιφές.
Οι δύο νέοι προχωρούσαν αργά δίπλα από τις ταξιδιωτικές άμαξες που σχημάτιζαν ουρά. O οδηγός της πρώτης άμαξας έκανε μια υπόκλιση και χαιρέτησε τον Αλεξάντερ που του έγνεψε, κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι. Ο προστάτης σύνοδος της είχε κύρος και αναγνώριση όπως ανακάλυψε η Μαντλίν.

Έξω από τη δεύτερη ταξιδιωτική άμαξα γινόταν μια λογομαχία για τις θέσεις, ανάμεσα σε δυο άντρες. Η ένταση στη φωνή τους πρόδιδε την αυξημένη διάθεση για καβγά και η πρώτη γροθιά δεν άργησε να πέσει. Ο καβγάς φούντωσε συγκεντρώνοντας περαστικούς γύρω τους.

Η Μαντλίν βρέθηκε πολύ κοντά στο σκηνικό, όταν αντιλήφθηκε δυο γυναίκες να την κοιτούν επίμονα, με περιέργεια. Αν και άγνωστες, τής προκάλεσαν πανικό. Τράβηξε βιαστικά την κουκούλα του μανδύα της πιο χαμηλά για να κρύψει το πρόσωπό της. Τόσοι πολλοί Κροσελένοι και τόσοι πολλοί στρατιώτες. Έπρεπε να φύγει από αυτό το μέρος το συντομότερο. Ήταν έτοιμη να οδηγήσει το άλογο της προς το τέλος του χωμάτινου δρόμου στην έξοδο του σταθμού, όταν ο Αλεξάντερ έπιασε το μπράτσο της.

- Θα κάνουμε στάση για λίγη ώρα. Να φάμε, να ξεκουραστούν τα άλογα και μετά θα συνεχίσουμε.

Το πρόσωπό της κέρωσε, δεν ήθελε να μείνει ούτε στιγμή παραπάνω. Ο Αλεξάντερ πρόσεξε τον φόβο στα μάτια της.

...Τι συμβαίνει; Ρώτησε.

Δεν ήθελε να του φέρει αντίρρηση. Ένιωθε ασφαλής όσο ταξίδευαν μαζί. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

- Τίποτα δεν συμβαίνει. Ίσως να συνεχίζαμε για να φτάσουμε εγκαίρως στη Νος.

Το ουδέτερο ύφος που διατηρούσε σε όλη τη διαδρομή, άλλαξε. Η έκφραση του γέμισε ζεστασιά και συμπάθεια για την μικρή του συνταξιδιώτισσα.

- Θα είμαστε εκεί στην ώρα μας Λίζα.

Έβαλαν τα άλογα τους στους στάβλους του πρώτου πανδοχείου και μίλησαν με τον σταβλίτη. Ο Αλεξάντερ του έδωσε ένα ασημένιο νόμισμα για να τα προσέχει. Η Μαντλίν έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού της το πουγκί με τα λιγοστά ασημένια νομίσματα για να πληρώσει. Χρήματα που είχε πάρει από το γραφείο του πατέρα της, μία μέρα πριν μπει μέσα ο Κροσελένος κατακτητής άρχοντας και σαρώσει το χώρο για λάφυρα. Ο Αλεξάντερ τής έριξε μια αυστηρή ματιά οπότε και το επέστρεψε στην τσέπη της. Κατόπιν της έτεινε το χέρι του για να προηγηθεί.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - Η ΣΥΜΦΩΝΙΑWhere stories live. Discover now