ΚΕΦ 1

410 39 6
                                        


Η Μαντλίν Κεντ κάλπαζε μέσα στο δάσος σαν να την κυνηγούσαν δαίμονες. Tα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα με δάκρυα που δραπέτευαν άτακτα από τις άκρες τους. Πλέον κανένας δικός της άνθρωπος δεν ζούσε. Ο πατέρας της έφυγε από την καρδιά του μόλις έχασε το φέουδο τους από τοκογλυφικά χρέη. Η μητέρα της είχε πεθάνει στη γέννα της από υψηλό πυρετό, αδέλφια δεν είχε. Μόνοι οικείοι της ήταν οι υπηρέτες του καστρόσπιτου, οι οποίοι είχαν δεχτεί παθητικά τη βίαιη αλλαγή εξουσίας για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους.

Τον τελευταίο μήνα το πεπρωμένο της αποδεικνυόταν όλο και πιο ζοφερό.
Ο Λίο Κέλεαρ, από τα βόρεια κάστρα του Κρόσελεν, που είχε εισβάλει στο αρχοντικό της αξιώνοντας τα υπέρογκα οικογενειακά χρέη, ήταν άνθρωπος σκληρός, απρόσιτος, καχύποπτος και βίαιος. Η τιμωρία με μαστίγωμα ή κτύπημα με βρεγμένη σανίδα για το κάθε λάθος ή απροσεξία των υποτελών του αποτελούσε κομμάτι της φυσικής του αντίδρασης. Η Μαντλίν είχε υποστεί, πρόσφατα, τη δεύτερη τιμωρία γιατί είχε περιφρονήσει τα θελήματά του, τον εγωισμό του, την κυριαρχία του πάνω της.

Ήταν πια πεπεισμένη πως η μοίρα την είχε εγκαταλείψει μα ήταν αποφασισμένη να δοκιμάσει την τύχη της και να κυνηγήσει την ελευθερία της. Η αγωνία έκανε την καρδιά της να κτυπά τόσο γρήγορα και δυνατά που πίστευε πως αντηχούσε σε ολόκληρο το δάσος.

Είχε ξεκινήσει το ταξίδι της χαράματα, με το κανελί άλογό της, δώρο από τον πατέρα της, προτού οι πρώτοι υπηρέτες σηκωθούν για να αναζωπυρώσουν τις φωτιές στο μαγειρείο και στα τζάκια του αρχοντικού και αντιληφθούν την απουσία της. Ήξερε πως θα την αναζητούσαν και πως ο καινούριος άρχοντας θα την τιμωρούσε αυστηρά ίσως και να τη φυλάκιζε, αν την ανακάλυπταν και την ανάγκαζαν να επιστρέψει.

Ο ήλιος έδυε και το φως άρχισε να λιγοστεύει. Το δάσος ήταν πυκνό και δύσβατο αλλά δεν το φοβόταν. Έπρεπε σύντομα να βρει ένα ασφαλές μέρος για να περάσει τη νύχτα. Τώρα κάλπαζε παράλληλα με το ποτάμι για να μην χαθεί στην ατελείωτη διαδρομή προς τη Νος.
Εκεί στη Νος βρισκόταν η ελπίδα της. Στο νότιο άκρο της, κοντά στις δαντελωτές ακτές και τη γαλαζοπράσινη θάλασσα ζούσε ο παλιός σταβλάρχης του πατέρα της Άρθουρ Ροσέ και η σύζυγος του, η γλυκιά και πάντα καλοσυνάτη Μαίρη, η γκουβερνάντα των παιδικών της χρόνων.

Πριν από τέσσερα χρόνια, το ηλικιωμένο ζευγάρι αποφάσισε πως είχε ολοκληρώσει την υπηρεσία του στο φέουδο Κεντ. Ο πατέρας της, από ευγνωμοσύνη για την πολύχρονη πίστη και την αφοσίωσή τους, τούς αγόρασε ένα αγροτόσπιτο με μια μικρή καλλιεργήσιμη έκταση στο ψαροχώρι της Χρυσής Ακτής ώστε να μπορούν να επιβιώσουν. Τότε είχαν επισκεφτεί όλοι μαζί το αγροτόσπιτο και είχε γοητευτεί από το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Ήλπιζε να έμεναν ακόμα εκεί και να τους συναντούσε.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - Η ΣΥΜΦΩΝΙΑWhere stories live. Discover now