ΚΕΦ 28Β

345 37 20
                                    

Γύρισε την πλάτη της αποκαρδιωμένη, κρύβοντας την πληγωμένη έκφραση κάτω από τυπικά χαμόγελα, συμφωνώντας απρόθυμα με την αρχόντισσα του Κοχέιν. Κατόπιν έριξε μια μελετηρή ματιά στο πελώριο ζωγραφικό κάδρο πίσω από τη Λία, θέλοντας να γκρεμίσει την προηγούμενη δυσάρεστη εικόνα που σφηνώθηκε στο μυαλό της.

Ο πλαισιωμένος με χρυσό καμβάς απεικόνιζε τον παππού του Νιλς, τον ξακουστό καπετάνιο Κρίστοφερ Κοχέιν.
Ήταν καθιστός σε μια πολυθρόνα όμοια με βασιλικό θρόνο. Φορούσε την επίσημη ναυτική στολή των Κοχέιν και είχε περασμένα στα δάχτυλα του αριστερού χεριού, τα δαχτυλίδια τίτλων που φορούσε ο Νιλς. Δυο λευκά Λαμπραντόρ ήταν ξαπλωμένα στα πόδια του. Το ηγεμονικό ύφος του, το βλοσυρό βλέμμα και το αναρτημένο φρύδι στο μέσον του μετώπου του ήταν αποτυπωμένα ακριβώς όπως τα θυμόταν.
Η εικόνα του έδειχνε ιδιαίτερα ζωντανή. Της έδωσε την εντύπωση πως την κοιτούσε οργισμένος, εξαιτίας της συμπεριφοράς και της στάσης ζωής της. Η Μαντλίν ρίγησε και ας ήταν μόνο ένα κάδρο.

Ο Βάλεν βρέθηκε στο οπτικό της πεδίο και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Έπιασε το χέρι της και βημάτισαν προς το κέντρο της σάλας για να χορέψουν. Ήταν ένας γοητευτικός άντρας με έξυπνο χιούμορ που τη φλέρταρε έντονα, σε κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. Σε μια διαφορετική συγκυρία θα θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό. Θα συμβιβαζόταν με τις τάσεις αυτοθαυμασμού του και πιθανόν να είχε ανταποκριθεί άμεσα από τις πρώτες μέρες της πολιορκίας του, όμως στην παρούσα κατάσταση οι πόρτες της καρδιάς της ήταν αμπαρωμένες.

Παρατήρησε ότι το άρωμα του ήταν έντονο και τη ζάλιζε. Μιλούσε ακατάπαυστα για τα σχέδια του, για το μέλλον του, για τα αγαπημένα του άλογα και για τα ταξίδια που θα πραγματοποιούσαν μαζί και άλλα τέτοια που χάνονταν μέσα στο βουητό των ομιλιών του πλήθους και της δυνατής μουσικής.

Όσο της μιλούσε μια βαριά πικρή μυρωδιά πούρου ανάμεικτη με μπράντι αναδυόταν από το στόμα του, κάνοντας το ταλαιπωρημένο χαμόγελό της να αργοσβήνει. 

Ευτυχώς στο τέλος του δεύτερου μουσικού κομματιού, ο Νιλς παρενέβη.
- Μου επιτρέπεις; ρώτησε, κοιτάζοντας τον με το βλέμμα εκείνο που έτρεπε τους ανθρώπους σε άτακτη φυγή. Ο Βάλεν έσμιξε τα χείλη παρά μειδίασε όπως θα ήθελε και αποσύρθηκε.

Ο Νιλς έτεινε το μπράτσο του και η παλάμη της άγγιξε το εσωτερικό του αγκώνα του.

Βγήκαν στη βεράντα.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - Η ΣΥΜΦΩΝΙΑWhere stories live. Discover now