KEΦ 17Α

204 31 3
                                    


Η Μαντλίν βρισκόταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα μέσα στη μικρή καμαρούλα, δίπλα από το γραφείο του Αλεξάντερ. Το μυαλό της ήταν ένας ατέλειωτος λαβύρινθος σκέψεων και αδυνατούσε να βρει την άκρη.
Προσπάθησε να κάνει έναν απολογισμό της κατάστασης έως εκείνη τη στιγμή...

Το πρωί του ανακοίνωσε την απόφασή της, πως θα υπέγραφε τη συμφωνία και θα έκαναν τον γάμο. Εκείνος την ενθάρρυνε πως ήταν η σωστή απόφαση και ότι δεν θα το μετάνιωνε.

Ύστερα, μάζεψε τα προσωπικά της πράγματα μέσα από το εξοχικό σπιτάκι και αφού κλείδωσαν, ίππευσαν τα άλογά τους και κάλπασαν προς το λιμάνι. Όσο ταξίδευαν της εξηγούσε λεπτομερώς τις επόμενες κινήσεις τους και εκείνη του έγνεφε καταφατικά χωρίς να του ρίξει ούτε μισή ματιά.

Έφτασαν έξω από τα γραφεία όταν ο ήλιος μεσουρανούσε.

Είχαν κινηθεί γρήγορα προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτοί από τους εργαζόμενους και τους περαστικούς. Πήγαν στο πίσω μέρος των αποθηκών για να αφήσουν τα άλογά τους στον Τζον, που τους κοίταζε εμβρόντητος. Ο Αλεξάντερ είχε απαιτήσει να έρθει αμέσως στο γραφείο του.

Μετά ανέβηκαν σβέλτα μια ελικοειδή, σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Δρασκέλισαν έναν μακρύ και υπερβολικά θορυβώδη διάδρομο, όπου συνωστίζονταν ένα πλήθος από ανυπόμονους πελάτες και αχθοφόρους που έσπρωχναν καρότσια φορτωμένα με δέματα. Στο τέλος πέρασαν από μια δίφυλλη πόρτα σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο, που ήταν το γραφείο του.

Ο Αλεξάντερ είχε κλείσει αμέσως τα φύλλα και η ενοχλητική βαβούρα είχε σιγήσει. Μόνο μια χορωδία αρμονικών ήχων με κυρίαρχο αυτόν του παφλασμού των κυμάτων έσπαγε ευχάριστα την ησυχία. Εισέβαλε από το μοναδικό ανοικτό παράθυρο που τρυπούσε σχεδόν τον μισό τοίχο και είχε θέα το λιμάνι. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες στην άκρη και το φως χυνόταν άπλετο στον χώρο. Όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα, μύριζαν ξύλο, χαρτί και θάλασσα.

Εκεί τους περίμενε ένας κυριούλης μετρίου αναστήματος, μεγάλος σε ηλικία, με γυαλιστερή φαλάκρα και με καλοσυνάτο βλέμμα πίσω από τα στρογγυλά γυαλάκια του. Ήταν καλός μαζί της και πολύ ευγενικός. Την χαιρέτησε, φίλησε το χέρι της και της χαμογελούσε όλη την ώρα. Ο Αλεξάντερ τού έκανε μερικές υποδείξεις για τη δεσμίδα με τα χαρτιά που κρατούσε.
Αν και βρισκόταν δίπλα τους δεν μπορούσε να ακούσει τι συζητούσαν.
Ήθελε, αλλά μια βοή στο κεφάλι της την εμπόδιζε.
Οι φωνές αμφιβολίας μέσα της είχαν πυκνώσει.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - Η ΣΥΜΦΩΝΙΑWhere stories live. Discover now