ΚΕΦ 10

217 34 3
                                    


Οι νύχτες κυλούσαν μαρτυρικά για τον Αλεξάντερ. Το βράδυ ξάπλωνε κατάκοπος στο κρεβάτι του και η εικόνα της εισέβαλε απρόσκλητη στο κεφάλι του και τον ξαγρυπνούσε.

Θυμόταν κάθε στιγμή μαζί της με τόσο μεγάλη λεπτομέρεια, που σχεδόν την ξαναζούσε. Επιθυμούσε να πιάσει τα χέρια της, να χαϊδέψει τα δάκτυλά της, να γεμίσει με φιλιά το πρόσωπό της και να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά του. Ταίριαζε τόσο απόλυτα το κορμί της μέσα στο δικό του, σαν να ήταν η θέση του εκεί από πάντα και αυτή η ιδιαίτερη σκέψη επανερχόταν συνέχεια προκαλώντας οξύ πόνο στην αριστερή πλευρά του θώρακά του, που την ένιωθε κενή.

Απαίτησε από τον Τζον να την επισκέπτεται καθημερινά, για να καλύψει κάθε της ανάγκη. Μια απαίτηση που ειπώθηκε σε αυστηρούς και υψηλούς τόνους, δίχως πραγματικό λόγο, επίπτωση της αυξανόμενης νευρικότητάς του. Ο Τζον, προφανώς κατάπληκτος από την ακραία συμπεριφορά, είχε δηλώσει βιαστικά πως το αποδέχεται μετά χαράς, γιατί του άρεσε το χωριό ή κάτι τέτοιο ανάλογο και πήγαινε συχνά.

Το τελευταίο δεν θυμόταν να το είχε αναφέρει ξανά.

Την δεύτερη μέρα, τον είδε να φέρνει ένα δέμα στην Μοντ και ενώ ποτέ δεν ασχολιόταν με τα δέματα που παρέδιδε ο Τζον στην Μοντ, η διαίσθηση του τον προκάλεσε να το ελέγξει.

Πράγματι ήταν τα ρούχα που της είχε δανείσει, πλυμένα και διπλωμένα.

Κάτι τόσο απλό, τον αναστάτωσε τόσο πολύ που έγινε έξαλλος με τον εαυτό του. Φυσικά γνώριζε καλά πως να κρύβει τον συναισθηματικό του κόσμο. Κάλυψε την σύγχυσή του κάτω από το ατάραχο ύφος μιας πέτρινης μάσκας προσώπου που είχε μάθει να φορά κάθε που αισθανόταν ευάλωτος.

Το επόμενο πρωί έδωσε μια παραγγελία για δυο κομψά φορέματα και δυο ζευγάρια παπούτσια. Επιθυμούσε να της αγοράσει και άλλα ενδύματα, όπως εσώρουχα, αλλά φοβήθηκε μήπως την τρομάξει.

Μέχρι να παραλάβει το πακέτο το απόγευμα, κατέβηκε στις αποθήκες και παρολίγο να ξεφορτώσει τα περισσότερα κάρα μόνος του. Είχε μουσκέψει στον ιδρώτα, πονούσαν οι μύες του στα χέρια και την πλάτη και ένιωθε τα γόνατα του να διαλύονται αλλά εξακολουθούσε να δουλεύει με ταχύτητα.

Οι βαστάζοι τον κοιτούσαν ξαφνιασμένοι και προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, κάνοντας το αυτονόητο. Όταν τελείωσαν τις μεταφορές ανέβηκαν στον πρώτο όροφο για να πληρωθούν, αν και δεν γνώριζαν τι έπρεπε να δηλώσουν ως εργασία για τα φορτία στον γέρο Λένι τον λογιστή.

ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - Η ΣΥΜΦΩΝΙΑWhere stories live. Discover now