{16}

66 3 0
                                    

Το επόμενο πρωί με βρήκε να ξυπνάω επάνω σε... Έλα μου ντε.

Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα προς σε αυτό που κοιμόμουν πάνω.

ΑΜΑΝ! Ένας Ιάσωνας!

Κοίταξα τον χώρος γύρω μου και έπειτα απο κάποια δεύτερα θυμήθηκα τα χτεσινά.

Κοίταξα στους άλλους καναπέδες αλλά τα παιδιά δεν ήταν έξι οπότε μάλλον έχουν ξυπνήσει και έχουν συμμαζέψει και τον χώρο.

Μπράβο ρε. Δε τους το χα.

Κατέβηκα πάνω από τον Ιάσωνα και αποφάσισα να τον ξυπνήσω.

Ξεκίνησα να τον σκουντάω αλλά δεν φαίνεται να έχει καταλάβει κάτι.

"Γαμώτο ρε βλάκα, σήκωωω!"

Έλεγα και ξανά έλεγα αλλά εκείνος δεν σάλευε από την θέση του.

Ξεφύσιξα και έτσι όπως καθόμουν με τα γόνατα επάνω στον καναπέ, έβαλα τα χέρια μου στην μέση μου.

Τι να τον κάνω τώρα?

Μήπως πρέπει να εφαρμόσω το σχέδιο σκότωσε τον και κάνε το να φανεί σαν ατύχημα?

Χμ... Καλή ιδέα.

Και έτσι όπως τα σκεφτόμουν αυτά δυό χέρια τυλίχθηκαν γύρω από το σώμα μου.

Τα χέρια αυτά άνηκαν στον Ιάσωνα ο οποίος με έπιασε και με ξανά ξάπλωσε δίπλα του εγκλωβίζοντας με στην αγκαλιά του.

"Σκουλήκι της λάσπης! ΑΣΕ ΜΕ ΡΕΕ!"

"Τσ"

Έκανε μόνο.

"Τι τσ ρε? Σήκω γαμώ!"

Συνέχισα μόνη μου και έκανα προσπάθειες χωρίς αποτέλεσμα να τον διώξω από πάνω μου.

Γαμώτο πόσα κιλά είναι το γομάρι ρε?

"Έτσι και δεν με αφήσεις θα φωνάξω τον Νίκο και θα του πω ότι προσπάθησες να με βιάσεις!"

"Μμμ... Άσε με λίγο μωρέεε. Νυστάζω ακόμαα"

"Ε, να σε πάω στο κρεβάτι να κοιμηθείς! Εδώ είναι καναπές και εγώ βαρέθηκα οπότε άντε φύγε"

Ξεφύσιξε αγανακτησμένος αλλά εν τέλει με άφησε.

Σηκώθηκα γρήγορα από τον καναπέ και έφυγα από το δωμάτιο χωρίς να τον αφήσω να πει τίποτα άλλο.

Πήγα προς την κουζίνα και εκεί είδα τον Αχιλλέα, τον Διονύση, την Νικολία και τον αδερφό μου να τρώνε πρωινό και να πίνουν τον καφέ τους.

"Καλημέραα"

Τους είπα και μου την ανταπέδωσαν με κέφι.

"Πολύ κέφι δεν έχετε εσείς ε?"

𝑴𝒂𝒌𝒆 𝒎𝒆 𝒉𝒂𝒕𝒆 𝒚𝒐𝒖 Where stories live. Discover now