Last Summer
Μαύρο ή μπλε;
Το μαύρο θα βάλω. Αλλά σαν να γυαλίζει λίγο. Υπερβολικό.
Ναι αλλά το μπλε είναι χάλια. Λες και ξέρασε νυχτερίδα με διασταύρωση μπλε παπαγάλου. Σκέψου Γαβριέλα!
<<Τελειώνεις επιτέλους; Δεν γουστάρω να την βγάλω όλο το βράδυ εδώ!>>
<<Ναι ναι! Μισό λεπτό δως μου>>
Σκατα.
Προτιμώ Marilyn Monroe από τη διασταύρωση.
Ξεφορτώθηκα γρήγορα τις πιτζάμες μου και με ατσούμπαλες κινήσεις προσπάθησα να φορέσω τον μαύρο διάολο.
Πάχυνα!; Όχι θεέ μου, όχι! Δεν κουμπώνει το καθυστερημένο!
<<Ελβίρα! Τσακίσου να μου δώσεις ένα χεράκι!>>
<<Τι έπαθες πάλι; >>
Μέχρι να με κουμπώσει μου βγήκε η ψυχή. Εν τέλει μου πήρε μια ώρα να ετοιμαστώ και να πεις ότι θα πήγαινα κάπου που θα άξιζε...Σε κλαμπ θα πηγαίναμε. Ναι, σε ένα σκοτεινό μαγαζί που το λες και ποντικοφωλιά, χωρίς αξιόλογη μουσική και ένα μάτσο ιδρωμένα κορμιά και χτυπιούνται. Γιουπι!
<<Μην έχεις τέτοια μούτρα όλη νύχτα, για να περάσουμε καλά ήρθαμε.>>
Εδώ την είχα την απάντηση αλλά πριν προλάβω να την πετάξω είχε ήδη πάρει την τσάντα της και είχε κάνει φτερά έξω από το αμάξι. Ξεφύσηξα και την ακολούθησα. Δεν ξέρω κατά πόσο θα ήμουν εδώ αν η Ελβίρα δεν ήταν η κολλητή μου, τουλάχιστον αυτή που ξεχώριζα από την παρέα. Τράβηξα λίγο διακριτικά την άκρη του φορέματος και προσπάθησα να την προλάβω. Έλεος! Προχωρούσε στα τακούνια λες και φορούσε αθλητικά ενώ εγώ πίσω της πάσχιζα να μην αγκαλιάσω την άσφαλτο.
Μετά κόπων και βασάνων φτάσαμε στο τραπέζι και εγώ έκατσα κλασικά σε μια καρέκλα. Τα παιδιά δεν ήθελαν πολύ για να ξεφύγουν. Όλοι είχανε πιει εντός ολίγου το Βόσπορο. Και ενώ όλοι φαίνεται να περνάν καλά, εγώ κοιτούσα δύο ξεβιδωμένες στη πίστα και λυνόμουν στα γέλια. Καλά που εγώ δεν πίνω, φαντάζεσαι να έκανα τα ίδια; Να εδώ με το νεράκι μου. Πήγα να πιω μια γουλιά αλλά νεράκι γιοκ. Τι σκατα; Ποιος ήπιε το νεράκι μου; Κοιτούσα ύποπτα γύρω μου αλλά κανείς δεν θα είχε ασφαλώς ενδιαφέρον για το νεράκι μου όταν στο τραπέζι γινόταν διακίνηση βότκας. Με μια γκριμάτσα αηδίας έστρεψα το βλέμμα μου αλλού και τότε είδα την πηγή. Ποια νερά και αηδίες; Αυτός ήταν το νερό που μόνο να το βλέπεις σου κόβεται η δίψα. Έμεινα να τον κοιτάω επίμονα. Φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο με τα πρώτα κουμπιά ανοιχτά και τα μανίκια διπλωμένα, το παντελόνι του πρέπει να ήταν από κουστούμι. Καθόταν σε ένα σκαμπό στο μπαρ και κοιτούσε γύρω αδιάφορα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι χρώμα ήταν τα μαλλιά του, ο καπνός με εμπόδιζε, αλλά είχε σίγουρα μούσια. Το σώμα του έμοιαζε γυμνασμένο αλλά δεν πρόλαβα να δω περισσότερα. Οι δύο ηλίθιες ξεβιδωμένες επέστρεψαν στο πόστο τους.
YOU ARE READING
His tattoo
RomanceΓαβριέλα Παπαστεφάνου. Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί. 《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》 Φώναξε η Ελβίρα. 《Δεν πίνω.》 Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...