<<Σε δύο λεπτά φεύγω!>>
Όχι Χριστέ μου!
Βούρτσιζα τα δόντια μου ενώ παράλληλα προσπαθούσα να ξεφορτωθώ το κάτω μέρος της πιτζάμας. Δεν έβγαινε εύκολα το καθυστερημένο.
Έφτυσα στον νιπτήρα και βγήκα από το μπάνιο με το βρακί για να τρέξω να ντυθώ.
<<Αναστασία περίμενε! Δεν πρέπει να αργήσω!>>
Έπιασα το πρώτο τζιν που είδα και την γκρι μπλούζα που είχα φορέσει στο σπίτι του Λύτρα. Δεν προλάβαινα να συνδυάσω ούτε τις κάλτσες μου, οπότε άρπαξα ότι είδα. Γέμισα την τσάντα μου με τα βιβλία που χρειαζόμουν και έτρεξα να φορέσω παπούτσια. Η Αναστασία δεν ήταν στο σαλόνι και ήμουν βέβαιη ότι με παράτησε.
Η πρώτη φορά ήταν!;
Βιάστηκα ελπίζοντας πως θα προλάβαινα το αστικό. Έβαλα την τσάντα μου στον ώμο και άρχισα να τρέχω στα σκαλιά.
Βγαίνοντας από την οικοδομή είδα το αυτοκίνητο. Τελικά δεν με παράτησε. Πήρα μια βαθιά ανάσα, ανακουφίστηκα τόσο που ήθελα να την φιλήσω.
<<Μην με κοιτάς έτσι! Λίγο ακόμα να αργούσες και θα έφευγα.>>
Ω ναι, το πιστεύω.
Οδήγησε σιωπηλά μέχρι να φτάσουμε στο πανεπιστήμιο. Εγώ τραγουδούσα τους στίχους από ένα τραγούδι. Απορώ που δεν το σχολίασε, ποτέ δεν μου άρεσε να ξυπνάω νωρίς. Αλλά αυτή η μέρα ήταν διαφορετική. Βγήκα πρώτη από το αμάξι και κατευθύνθηκα προς την είσοδο με την Αναστασία να τρέχει πίσω μου.
<<Θα πάω να βρω τον Μάρκο, θα έρθεις;>>
<<Αμε.>>
Γιατί που αλλού είχα να πάω;
Να συναντήσω τον Λύτρα; Όχι, δεν ξέρω καν που είναι.
Πήγαμε στο κυλικείο και μπαίνοντας εντοπίσαμε κατευθείαν τον Μάρκο. Λες και είχαν συνεννοηθεί ένα πράγμα. Τα μάτια του φωτίστηκαν μόλις είδε την Αναστασία.
Για την καημένη την Γαβριέλα ούτε λόγος. Αναρωτιέμαι αν ο Λύτρας με έχει κοιτάξει πότε έτσι.
Σηκώθηκε και πήρε τον σάκο του για να μας πλησιάσει. Οι φίλοι του δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία.
<<Αργήσατε, σε λίγο μπαίνουμε Λύτρα.>>
Απορώ γιατί μίλησε στον πληθυντικό. Κοιτούσε μόνο την Αναστασία.
<<Η Γαβριέλα. Λες και δεν την ξέρεις.>>
Βέβαια. Μην κοιμηθούμε λίγο παραπάνω...
ESTÁS LEYENDO
His tattoo
RomanceΓαβριέλα Παπαστεφάνου. Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί. 《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》 Φώναξε η Ελβίρα. 《Δεν πίνω.》 Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...