Γαβριέλα Παπαστεφάνου.
Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί.
《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》
Φώναξε η Ελβίρα.
《Δεν πίνω.》
Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...
<<Τότε δεν υπάρχει λόγος να κρατάτε αυτό το βιβλίο. Υπάρχει;>>
Έπαιζα ξανά και ξανά τα λόγια του στο μυαλό μου ενώ κατευθυνόμουν με την Αναστασία στο κυλικείο.
Πρακτικά, κατάφερε και με έκανε ρεζίλι και δεν έχει ξεκινήσει καλά καλά το εξάμηνο. Ελπίζω τουλάχιστον να είναι το μόνο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσω μαζί του. Καλύτερα ένας αυστηρός καθηγητής από το να ήταν εκείνος ο τύπος από το κλαμπ στην Κέρκυρα. Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω.
Υπερβολές.
Τόσους άνδρες έχει η Ελλάδα, πόση ατυχία πια να έπεφτα πάνω στον μόνο που δεν πρέπει!
<<Σου μιλάω.>> Φώναξε η Αναστασία κοντά στο αυτί μου.
<<Έλα, τι!;>>
<<Θες καφέ;>>
<<Μπαα...>>
Σιγά μην έπαιρνα από εδώ. Ή θα είναι πικρός και δεν θα πίνεται ή θα έριξαν το βαζάκι με την ζάχαρη. Ντροπή!
Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι και όσο η Αναστασία έπινε ανενόχλητη τον καφέ της εγώ σκάναρα τον χώρο. Άθελά μου εντόπισα τον τύπο που μου εφράξε τον δρόμο όταν ερχόμουν. Καθόταν με την παρέα του τρία τέσσερα τραπέζια δίπλα. Περνούσε καλά. Είχε ένα γελοίο χαμόγελο συνεχώς στο πρόσωπο του ακριβώς όπως τότε που είχα πέσει μπροστά του.
Δεν κακός. Δεν καθόλου κακός.
Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
Σκάναρα λίγο ακόμα και το υπόλοιπο σώμα του, και ναι βεβαιώθηκα ότι δεν είναι κακός. Είχε ένα περίεργο στυλάκι. Όταν επέστρεψα το βλέμμα μου στο πρόσωπο του κατάλαβα ότι με κατάλαβε. Κοίταξα κατευθείαν αλλού προσπαθώντας να κρύψω το κοκκίνισμα στα μάγουλα μου. Όταν ξαναγύρισα εξακολουθούσε να με κοιτάει με ένα ανεξιχνίαστο ύφος.
<<Τι σκατά σου συμβαίνει;>>
Η Αναστασία τόση ώρα με παρατηρούσε παίζοντας με το καπάκι του καφέ.