Προχωρούσα με σταθερά βήματα κλείνοντας την απόσταση εμού και του πτυχίου μου. Άκουγα τα χειροκροτήματα όσο πλησίαζα αλλά κοιτούσα μόνο τον Λύτρα που μου χαμογελούσε. Όταν ήμουν ακριβώς μπροστά του έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο δίνοντας μου παράλληλα το πολυπόθητο πτυχίο.
<<Συγχαρητήρια.>>
Μου ψιθύρισε κοντά στο αυτί.
<<Το χρωστάω στην οικογένεια μου που με στήριξε. Στην Αναστασία που δεν με άφησε ξανά έξω απο το σπίτι, σε όλους όσους συμπαθώ...>>
<<Γαβριέλα!>>
Ποιος ανίδεος με φωνάζει όταν βγάζω λόγο;
Ξαφνικά μια σταγόνα βρέθηκε στο πρόσωπο μου. Και μετά άλλη μια. Άνοιξα αργά τα μάτια μου και αντίκρυσα τον Άλκη πάνω απο το κεφάλι μου έτοιμο να απελευθερώσει την επόμενη σταγόνα σάλιου απο το στόμα του.
<<ΌΧΙ!>>
Φώναξα απεγνωσμένα πετώντας τον Άλκη στο πάτωμα. Έτρεξα γρήγορα στο μπάνιο να ξεπλύνω το DNA του ηλίθιου αδερφού μου.
<<Ίου.Ίου.Ίου.>>
Άδειασα το αντισηπτικό στο πρόσωπο μου. Τότε μόνο βεβαιώθηκα ότι δεν θα κολλήσω την βλακεία του. Το βλαμμένο.
Όταν ξαναγύρισα στο δωμάτιο μου, πάλι καλά είχε φύγει. Κλέιδωσα για να είμαι σίγουρη οτι δεν θα κάνει έφοδο και έβγαλα κάποια ρούχα απο την βαλίτσα. Τελικά το πουλόβερ και το κολάν μου ήταν αυτά που θεώρησα πιο ζεστά. Έριξα μια ματιά στον καθρέπτη και κατέβηκα για πρωινό. Μύριζα τις βάφλες πριν καν μπω στη κουζίνα.
<<Πόσο καιρό έχω να φάω βάφλες με γάλα!>>
Έκατσα απέναντι απο τη μαμά μου και γέμισα το πιάτο μου.
<<Το ήξερα οτι σου είχαν λείψει αγάπη μου. Κοιμήθηκες καλά;>>
Μούγγρησα και συνέχισα να μπουκώνομαι.
<<Να σου μάθω και δυο-τρία φαγητά να αρχίσεις να προετοιμάζεσαι για όταν ανοίξεις σπιτι...>>
Και με αυτήν την φράση η πρώτη γουλιά απο το γάλα κόντεψε να βγει απο την μύτη μου. Άρχισα να βήχω κοπανώντας το τραπέζι. Η μαμά μου όμως δεν θα σταματούσε εδώ.
<<Δεν μου είπες όμως. Υπάρχει κανένας νεαρός;>>
<<Tι λέτε εδώ;>>
Πετάχτηκε ο Άλκης όταν μπήκε στη κουζίνα. Έκανε κάτι σωστό επιτέλους.
<<Για εσένα λέμε.>>
أنت تقرأ
His tattoo
عاطفيةΓαβριέλα Παπαστεφάνου. Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί. 《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》 Φώναξε η Ελβίρα. 《Δεν πίνω.》 Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...