Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και κατευθύνθηκα με γρήγορα βήματα προς την Αναστασία και τον Μάρκο που με περίμεναν. Δεν είχαν καταλάβει ότι βγήκα από την αίθουσα, μέχρι που στάθηκα μπροστά τους με τα μούτρα κατεβασμένα μέχρι τα πατώματα.
<<Πώς τα πήγες;>>
Με ρώτησε ο Μάρκος προσπαθώντας να φανεί χαλαρός. Ποιον κοροϊδεύεις καθαρματάκι; Ούτε εσύ ούτε εγώ θα το περάσουμε.
<<Σκατά!>>
Απάντησα κοφτά και έριξε το κεφάλι του πίσω απεγνωσμένα.
<<Γιατί κάνεις έτσι; Μπορεί να έγραψες και να μην το ξες...>>
Ναι, ότι πιο λογικό Αναστασία. Γύρισα τα μάτια μου όσο τα δικά της ήταν κολλημένα πάνω του. Είχε έρθει να μας υποστηρίξει ψυχολογικά. Μόνο που ήξερα ότι είχε έρθει για να δει τον Μάρκο.
<<Δεν έγραψα. Αντέγραφα από την Γαβριέλα.>>
<<Δεν φταίω εγώ που η Μέγαιρα πήγε και έβαλε ότι πιο άσχετο δεν ανέφερε ποτέ στο μάθημα της!>>
Φταίω όμως που έμεινα στο σπίτι του Λύτρα, και αγνόησα τις υποχρεώσεις μου απέναντι στη σχολή. Θα με σκοτώσει αν το μάθει. Πράγμα που μάλλον δεν θα συμβεί, αφού δεν έχουμε μιλήσει από την Κυριακή που ξύπνησα σπίτι του. Ούτε κλήσεις, ούτε μηνύματα.
Καλά να πάθεις! Μετά από αυτά που έκανες...
Θύμησε μου, με ποιανού το μέρος είσαι;
<<Γαβριέλα.>>
Με σκούντηξε ο Μάρκος, και επανήλθα δυστυχώς στην θλιβερή πραγματικότητα της αποτυχίας. Μπροστά μου στεκόταν η βασίλισσα "κρεοπωλείο", ένας ακόμη λόγος να θέλω να μείνω στην φαντασία μου.
<<Θέλω να σου μιλήσω.>>
Μου είπε μέσα από τα δόντια της και φορώντας ένα απολογητικό ύφος που πρώτη φορά έβλεπα πάνω της. Δεν φοβόταν μήπως κάνει ρυτίδες;
<<Συγγνώμη.>>
Είπε την λέξη από σίγμα; Ξέρει τι σημαίνει!; Στο βασίλειο των κρεάτων νόμιζα την είχαν καταργήσει.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να αρνηθώ, όταν με έπιασε από το χέρι και με απομάκρυνε από τον Μάρκο και την Αναστασία. Περίμενα να απομακρυνθούμε λίγο αλλά αντί για αυτό, με έβγαλε εντελώς από το κτήριο. Όταν άφησε το χέρι μου, γύρισε προς το μέρος μου ως ο παλιός, κακός εαυτός της.
<<Ξέρω τι συμβαίνει.>>
Μου έφτυσε σχεδόν τις λέξεις και ύψωσε το τέλειο τόξο που είχε για φρύδι.
KAMU SEDANG MEMBACA
His tattoo
RomansaΓαβριέλα Παπαστεφάνου. Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί. 《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》 Φώναξε η Ελβίρα. 《Δεν πίνω.》 Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...