Ήθελε να μου μιλήσει. Και σαν θύμα της γοητείας του, πήγα κατευθείαν από το σπίτι του. Ξέχασα τα πάντα για την Μαρία, τουλάχιστον μέχρι να αναφερθεί ο ίδιος σε αυτήν. Και όταν αναφέρθηκε, η αντίδραση μου δεν ήταν σίγουρα αυτή που περίμενε.
<<Και τι ήθελε η...Μαρία;>>
Κράτησα τον τόνο μου σταθερό και προσπάθησα να δείξω όσο το δυνατόν πιο αδιάφορη.
<<Γι' αυτό σε φώναξα.>>
Καθόταν στο μπράτσο του καναπέ. Με ανοιχτά τα πόδια και έγερνε τον κορμό του μπροστά για να έχει καλύτερη θέα στο πρόσωπο μου. Δεν ήξερε προφανώς ότι έκατσα στο πάτωμα για να αποφύγω την εξέταση του.
<<Γαβριέλα, η Μαρία μου πρότεινε να πάω σε ένα δείπνο.>>
Το ήξερα!
Το ήξερα ότι προσπαθούσε να μου τον φάει!
Αλλά ο Λύτρας ήταν ειλικρινής. Μου το είπε, δεν έκρυψε τίποτα. Η ειλικρίνεια του με έκανε να θέλω να πέσω πάνω του και να κλειστώ στην μεγάλη αγκαλιά του.
Αλλά κάτι δεν μου κολλούσε σε όλη αυτήν την ιστορία.
Η Μαρία έφυγε ευδιάθετη.
Το χαμόγελο υποχωρούσε από τα χείλη μου σταδιακά όσο αντίκρυζα το σοβαρό του πρόσωπο.
<<Θα πας;>>
Αυτό ήταν που με έκαιγε τόση ώρα. Θα πήγαινε σε δείπνο μαζί της; Μόνο εγώ έβλεπα την κακία που έσταζε αυτή η γυναίκα;
Και με εμένα τι θα γίνει;
Οι κόρες των ματιών μου διαστάλθηκαν καθώς έγνεψε αργά, καταφατικά. Ο λαιμός μου στέγνωσε, και ενώ ήθελα να του φωνάξω συνειδητοποίησα ότι δεν έβγαινε καμία φωνή από μέσα μου. Απλά τον κοιτούσα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, περιμένοντας να με καθησυχάσει.
<<Γαβριέλα;>>
Είπε το όνομα μου προσεκτικά. Όταν δεν έλαβε απάντηση, έπιασε τους ώμους μου και με ταρακούνησε ελαφρώς.
<<Γαβριέλα, πες μου ότι είσαι καλά.>>
Συνέχισα να τον κοιτάω με το απαθές βλέμμα μου. Προσπαθούσα να επεξεργαστώ την κατάσταση, να βρω την κατάλληλη αντίδραση. Να καταλάβω τι νιώθω αυτή τη στιγμή.
<<Γαβριέλα->>
<<Ω σταμάτα να φωνάζεις το όνομα μου, παλιοεγωίσταρε! Μπαμπουίνε της κολάσεως! Που έρχεσαι όποτε θέλεις και κάνεις το μυαλό και την καρδιά μου αχταρμά! Τι-τι τι την έχεις δει δηλαδή; Δον ζουάν!; Καλή ζωή να έχετε με την σαφρακιασμένη προσωποποίηση του Τιτανικού!>>
VOCÊ ESTÁ LENDO
His tattoo
RomanceΓαβριέλα Παπαστεφάνου. Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί. 《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》 Φώναξε η Ελβίρα. 《Δεν πίνω.》 Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...