Τα βλέφαρα μου τρεμόπαιξαν όταν με διαπέρασε ένας οξύς πόνος στο κεφάλι. Έτριψα το σημείο και προσπάθησα να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν, δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω ότι ήμουν ακόμα στο σπίτι του Ανδρέα, και συγκεκριμένα στο πάτωμα του.
Μόλις χτύπησα το κεφάλι μου στο τραπεζάκι του.
Σκούπισα τα λίγα σάλια που είχα στο μάγουλο μου με την ανάστροφη της παλάμης μου και στηρίχθηκα από το τραπεζάκι για να σηκώσω τον κορμό μου, αμέσως η πλάτη μου διαμαρτυρήθηκε ενώ το κεφάλι μου ήταν τόσο βαρύ, λες και με βαρούσαν όλο το βράδυ.
Φυσικά ο Ανδρέας δεν είχε ιδέα. Κοιμόταν ακόμα του καλού καιρού στον καναπέ.
Τον σκούντηξα αλλά με αγνόησε. Έμοιαζε πολύ ήρεμος και σε αντίθεση με εμένα αυτός είχε βολευτεί. Άσχετα που στον καναπέ υπήρχαν επίσης άδεια κουτάκια μπύρας.
Μόνο που τα είδα θυμήθηκα τι με έκανε να τα αδειάσω. Κούνησα απότομα το κεφάλι μου επιδιώκοντας να ξεχάσω τις χθεσινές εικόνες αλλά το κεφάλι μου διαμαρτυρήθηκε μια ακόμη φορά.
Νιώθω λες και κουνιέται ο εγκέφαλος μου.
Έκανα να σηκωθώ αλλά παραπάτησα και κατέληξα πάνω στον Ανδρέα, που τελικά αντιλήφθηκε την παρουσία μου,έβγαλε ένα πνιχτό ''ωχ'' από το βάρος μου στο στομάχι του.
<<Καλημέρα.>>
Έβαλε τα χέρια του πίσω από τον σβέρκο του και μου χαμογέλασε νυσταγμένα, δεν άνοιξε ούτε τα μάτια του και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν πείραξε μόνο εμένα το ποτό.
Στάθηκα στα πόδια μου και αμέσως μετά σωριάστηκα στον απέναντι καναπέ.
<<Έχεις ντεπον;>>
Μούγγρισε νυσταγμένα αλλά δεν σηκώθηκε.
<<Ανδρέα...>>
Αυτή τη φορά πρέπει να ήμουν πιο πειστική γιατί σύρθηκε μέχρι την κουζίνα.
Ελπίζοντας να περάσει ο πόνος, ξάπλωσα σε ένα από τα μαξιλάρια και έβαλα τα χέρια μου από κάτω. Μύριζε τσιγάρο, καταπολέμησα κάθε επιθυμία που είχα να δείρω τον Ανδρέα.
Δεν είχα κανένα δικαίωμα να επεμβαίνω στην ζωή του αλλά ανησυχούσα για αυτόν.
Μέρα με την μέρα το τσιγάρο τον έφερνε πιο κοντά στον θάνατο. Και δεν είχα καμιά όρεξη να χάσω κάποιο πρόσωπο από την ζωή μου.
Τα χέρια μου ψηλάφησαν κάτω από το μαξιλάρι,σύντομα ακούστηκε ένας κρότος και το κινητό μου βρέθηκε στο πάτωμα.
YOU ARE READING
His tattoo
RomanceΓαβριέλα Παπαστεφάνου. Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί. 《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》 Φώναξε η Ελβίρα. 《Δεν πίνω.》 Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...