<<Πάμε άλλη μια.>>
Διέταξε η Αναστασία με το αυστηρό ύφος στρατηγού. Μου θύμισε τον μπαμπά μου, στις όχι και τόσο καλές μέρες του.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα να προχωράω στην ευθεία πάνω στα τακούνια που μου δάνεισε η Αναστασία. Αυτό το μισάωρο τέσταρα την ισορροπία μου και μπορούσα να πω ότι δεν είναι το δυνατό μου σημείο.
<<Μην καμπουριάζεις Γαβριέλα! Πρέπει να δείχνεις φυσική.>>
<<Εδώ περπατάω μετά βίας και εσύ θες να είμαι φυσική!;>>
Ξεφύσηξε αγανακτισμένη με τα παράπονα μου και ίσιαξε την πλάτη μου.
<<Δεν είναι δα και πυρηνική φυσική. Απλά φρόντισε να σηκώνεις τα πόδια σου και να μην πατάς όλο το πέλμα. Έχουμε κάνει τεράστια πρόοδο με την εμφάνιση, μην τα χαλάσουμε στο βάδισμα...>>
Πήρα μια ακόμη ανάσα και περπάτησα στην ευθεία χωρίς να καμπουριάσω αυτή τη φορά. Έκανα μια στροφή και συνέχισα προσθέτοντας αυτοπεποίθηση.
<<Αν περπατήσεις έτσι σήμερα, νομίζω θα έχετε συνέχεια και μετά το επιδόρπιο...>>
Το πονηρό της σχόλιο ήταν αρκετό για να μπλέξω το αριστερό πόδι με το δεξί και να πιαστώ από τον καναπέ. Της χάρισα ένα επικριτικό ύφος και σηκώθηκα να συνεχίσω την προσπάθεια με συγκέντρωση.
Το κινητό μου χτύπησε μέσα στον επίσης φανταχτερό φάκελο που μου έδωσε η Αναστασία. Ο Λύτρας ήταν από κάτω.
<<Καλή τύχη. Και σιγά σιγά στις σκάλες, δεν θέλουμε να σπάσεις τίποτα.>>
Πέταξε το σώμα της στο καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση. Μια χαρά θα την βγάλει αυτή σήμερα, εγώ να δω πως θα περάσω.
Φόρεσα την καμπαρντίνα της Αναστασίας και έφτιαξα μια τελευταία φορά τα μαλλιά μου με τα δάχτυλα πριν περάσω το κατώφλι.
Και τώρα Γαβριέλα συγκεντρώσου.
Μου πήρε πέντε λεπτά σίγουρα για να κατέβω τις σκάλες. Τις κατέβαινα μια μια και κρατιόμουν από τα κάγκελα, όπως έκανα και στο παγοδρόμιο μικρή.
Εντόπισα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και περπάτησα ως εκεί χωρίς να χάσω την ισορροπία μου. Που είσαι Ελβίρα να με καμαρώσεις;
Όταν μπήκα ένιωσα κατευθείαν το βλέμμα του πάνω μου. Σταμάτησε στα πόδια μου τα οποία καλύπτονταν περισσότερο από την καμπαρντίνα πάρα από το φόρεμα.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
His tattoo
RomantizmΓαβριέλα Παπαστεφάνου. Μια καλοκαιρινή νύχτα σε ένα κλαμπ της Κέρκυρας. Ένας τύπος με τατουάζ. Ένα φιλί. 《Έλα Γκάμπι, χαλάρωσε λίγο.》 Φώναξε η Ελβίρα. 《Δεν πίνω.》 Φώναξα αλλά προφανώς και δεν με άκουσε. Χριστέ μου ποιος ξέρει τι μου έχει...