Κυριακή, 6:33
Η Λάουρα επιτέλους ξύπνησε. Η θεία της κι ο αδερφός της ήταν μαζί της όλο το βράδυ, και τώρα την κοιτάνε ανακουφισμένοι.
"Πού είναι ο Ντύλαν; Χτύπησε; Είναι καλά;"
Αυτά ήταν τα πρώτα της λόγια μόλις ξαναβρήκε τις αισθήσεις της.Η θεία της της εξήγησε τι έγινε.
Της είπε τι έκανε ο Ντύλαν μόλις την είδε να λιποθυμάει. Της είπε πόσο ανησύχησε για εκείνη. Της είπε οτι ξενύχτησε όλο το βράδυ στο πλευρό της, αρνούμενος να αφήσει το χέρι της, κι έφυγε μόνο επειδή η ίδια του το ζήτησε, σήμερα το πρωί."Γιατί; Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο! Γιατί δεν τον άφησες έστω να με χαιρετήσει!"
Αντέδρασε η Λάουρα, κλαψουρίζοντας σοκαρισμένη απο τη συμπεριφορά της θείας της.Η θεία της προσπάθησε να την ηρεμήσει, αλλά δεν κατάφερε και πολλά. Τελικά, όντως ταράχτηκε και πάλι. Το ήξερε εξ'αρχής αυτό, δεν υπήρχε περίπτωση να μην αντιδρούσε.
Την παρακάλεσε να την αφήσει να πάει να τον χαιρετήσει, να τον δει-έστω- χωρίς καν να του μιλήσει..Απλά ήθελε να τον δει.
Αλλά η απάντηση ήταν και πάλι όχι. Δεν ήθελε να το διακινδυνέψει.
Ήξερε οτι θα την μισούσε για αυτό, αλλά ήταν για το καλό της. Αρκετά είχε περάσει η Λάουρα. Ας μην βασανιστεί άλλο.Τέλος, της είπε πως πριν φύγει ο Ντύλαν- πριν βγει απο την πόρτα του δωματίου της Λάουρα και εξαφανιστεί απο την ζωή της, την φίλησε απαλά στο μέτωπο.Έκλαιγε, προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς του.
"Κι όλα αυτά για σένα. Ήθελε να φανεί γενναίος. Για σένα. Αντί λοιπόν να νιώθεις άσχημα για αυτά που δεν θα μπορέσουν να γίνουν, δες πόσο τυχερή είσαι που σε αγαπάει ενας άνθρωπος σαν τον Ντύλαν. Λίγοι βρίσκουν τέτοιους ανθρωπους στη ζωή τους. Εσύ τον κέρδισες με την αξία σου. Και παρ'όλο που φεύγεις, δεν θα φύγει ποτέ απο την καρδιά σου, ούτε κι εσύ απο τη δική του."
Η θεία άπλωσε το χέρι της για να σκουπίσει τα δάκρυα της ανιψιάς της.
"Μην κλαις ακόμα. Έχεις να ρήξεις πολύ περισσότερο κλάμα.."
Η Λάουρα την κοίταξε εμφανώς παραξενεμένη.
"Γιατί;"
Η θεία έβγαλε κάτι από την τσέπη του παντελονιού της-ένα χαρτί."Λουκ, πάμε έξω. Ας αφήσουμε την Λαουρα για λίγο μόνη της."
Και το δωμάτιο ήταν ξαφνικά άδειο.
Η Λάουρα κρατούσε σφιχτά το τελευταίο κομμάτι που ο Ντύλαν άφησε πίσω του. Το τελευταίο πράγμα που θα της θύμιζε το αγόρι που είχε αγαπήσει.
Και ξεκίνησε να διαβάζει. Και παρ'όλο που τα μάτια της θόλωναν κάθε λίγα δευτερόλεπτα απο τα δάκρυα που διαρκώς έτρεχαν, δεν σταμάτησε λεπτό να διαβάζει. Σαν ετοιμοθάνατο που πίνει μια σταγόνα νερό πριν εγκαταλείψει για πάντα τον επίγειο κόσμο..
YOU ARE READING
Realism is in fashion.
Fanfiction"Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα." Υπαρχει άνθρωπος που στα αλήθεια μισεί αυτή την φράση; Η Laura είναι μια κοπέλα 16 χρονών με μακριά ξανθά μαλλιά και μπλέ μάτια. Είχε τρείς κολλητές και έναν μεγαλύτερο αδερφό, 17 χρονών. Απο μικρή λάτρευε...