33.

122 21 6
                                    

"Rain"

Της  μιλούσε επιθετικά,κοιτώντας την με ένα διαπεραστικό βλέμμα.

Εκείνη ένιωθε σαν να μπορούσε να δει μέσα της,να αναγνωρίσει αυτό το χάος συναισθημάτων που τη βασάνιζε.

Έβγαλε ένα μαχαίρι από την τσέπη του,και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν.

Ήταν μόνη.

Ο Dave ήταν ένας δολοφόνος.

Πως στο διάολο πίστεψε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα την έσωζε; Ήθελε και εκείνος λεφτά,όπως οι άλλοι.

Όσο περισσότερο έσφιγγε το μαχαίρι στο χέρι του,η Rain μπορούσε να δει τις φλέβες του να ξεχωρίζουν από το ταλαιπωρημένο δέρμα του.

"Γιατί;"

Μια ερώτηση άλλοτε χαράς,άλλοτε πόνου.

Για εκείνον όμως,που είχε ζήσει τόσα,δεν υπήρχε η λέξη "πόνος". Ο πόνος ήταν για τους αδύναμους.Εκείνος ήταν δυνατός,σωστά;

"Συγγνώμη " της είπε.

Δεν ήταν τόσο δύσκολο να παριστάνει πως νοιάζεται.

Όλοι αυτό κάνουν άλλωστε.Σε αφήνουν να νομίζεις πως νοιάζονται,ενώ κανένας δεν ενδιαφέρεται πραγματικά...

"Πως το έκανες αυτό;"ρώτησε εκείνη"Πως μπόρεσες να σκοτώσεις τόσους ανθρώπους χωρίς να νιώσεις τίποτα;Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι"

"Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από αυτά που έχω κάνει,Rain"

Μετακίνησε τα μάτια της στο μαχαίρι.

"Δεν θα έδινα πίσω τη ζωή σε κανέναν από αυτούς. Άλλους τους άξιζε,και με το παραπάνω.Και σε άλλους απλά έκανα τη χάρη να τους γλιτώσω από αυτόν τον κωλόκοσμο"

Ήρθε ακόμα πιο κοντά της και έσκυψε.

"Έχω δύο επιλογές,Rain Anderson...Ή να σε σκοτώσω και να γλιτώσω από τη ζημιά που μου προκάλεσες.Ή να σε αφήσω να ζήσεις και θα έρθεις μαζί μου"

[...]

Έλυσε απαλά το σχοινί από τα χέρια της,και εκείνη περπάτησε προς το παγκάκι στην άκρη του δρόμου.

Από εκεί πάνω,μπορούσε να δει ολόκληρη τη πόλη.

"Rain,συγγνώμη...Δεν ξέρω τι να νιώσω,δεν ξέρω τίποτα.Έχω αλλάξει,αλήθεια.Για σένα ίσως είμαι κάτι ασήμαντο,κάτι που πέρασε απλά αλλά άσε με να σου μιλήσω,γιατί για εμένα δεν είσαι απλά και μόνο αυτό.."την κοίταξε.

"Ύστερα μπορείς να φύγεις αν θες,αλλά άκουσε με"

Του ένευσε και αυτός της χαμογέλασε αμήχανα.

"Δεν έχω νιώσει πότε έτσι.Τα μάτια σου,αυτοί οι δύο ωκεανοί μου έδωσαν πίσω τον εαυτό μου,Rain Amelia Anderson " απέφυγε το βλέμμα της.

Τα λόγια έφευγαν από μέσα του σαν τα καράβια από τα λιμάνια τα καλοκαίρια.

"Χαίρομαι που έκανα κάποιον σαν εσένα να αποδεχτεί τα συναισθήματα του " είπε τελικά εκείνη"αλλα δεν μπορώ να μείνω μαζί σου,David John Franco"

Σηκώθηκε απότομα και έκανε να τρέξει.

"Και τι θα γίνει τώρα; Θα με διώξεις έτσι απλά από τη ζωή σου; Μα δεν πρόλαβα καν να μπω,Rain.Είναι άδικο..."την τράβηξε πίσω.

"Άσε με!"από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα,χαλούσαν την αρμονία του  προσώπου της "μακάρι τα πράγματα να μην ήταν έτσι"

Και το έκανε.  Έφυγε.

EphemeralWhere stories live. Discover now