Κεφάλαιο 9

5.1K 434 11
                                    

Ο Αλέξης επέστρεψε στο δωμάτιο της Θάλειας. Στο μυαλό του γύριζαν τα λόγια του Πέτρου. Δεν μπορούσε να κατηγορήσει κανέναν άλλο όμως. Ο ίδιος έφταιγε, που καθυστέρησε τόσο να ξεδιαλύνει τα αισθήματά του για εκείνη, αφήνοντας περιθώρια σε" άλλους" να νομίζουν οτι μπορούν να μπουν ανάμεσά τους.

Όλη η οικογένειά της Θάλειας βρισκόταν γύρω της, αλλά τα μάτια της έψαχναν για εκείνον. Μόλις την κοίταξε του χαμογέλασε γλυκά. 'Ας λέει οτι θέλει ο Γράδης. Εμείς δε θα χωρίσουμε έτσι εύκολα.' σκέφτηκε ο Αλέξης. Πλησίασε το κρεβάτι και έπιασε το χέρι της. Εκείνη έσφιξε με δύναμη το δικό του.

Η Κλειώ πετάχτηκε με πειρακτική διάθεση: " Ξέρετε είμαστε και εμείς εδώ."

Η μαμά της την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε προς την πόρτα κάνοντας νόημα και σε όλους τους υπόλοιπους: " Ναι και νομίζω οτι είναι ώρα να αποχωρήσουμε και να αφήσουμε την Θάλεια να ξεκουραστεί." Μετά πήγε κοντά στην Θάλεια και την φίλησε: " Αγάπη μου, θα τα πούμε το πρωί."

Αφού τη φίλησαν όλοι, βγήκαν από το δωμάτιο. Τελευταίος έμεινε ο Έκτορας και αφού τη χαιρέτησε γύρισε προς τον Αλέξη: "Εσύ δεν θα ρθεις;"

Εκείνος πλησίασε την Θάλεια : " Μάλλον θα πρέπει να σε αφήσω να ξεκουραστείς. Θα τα πούμε αύριο."

Εκείνη τον κοίταξε με παράπονο:" Πρέπει να φύγεις από τώρα;"

Ο Αλέξης έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο και της ψιθύρισε : " Πάω να διώξω τον αδερφό σου και θα επιστρέψω." Της έκλεισε το μάτι και βγήκε από το  δωμάτιο ακολουθώντας τον Έκτορα.

Αφού πέρασε λίγη ώρα, ο Αλέξης επέστρεψε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του: "Νομίζω οτι ο αδερφός σου κατάλαβε το σχέδιο μου." Πήγε κοντά της: "Χρειάζεσαι κάτι;"

"Όχι. Έλα κάτσε δίπλα μου."

Όταν εκείνος πήγε να κάτσει στην καρέκλα, εκείνη τον τράβηξε από το χέρι, δίπλα της στο κρεβάτι:" Κάτσε εδώ, έχει χώρο."

Ο Αλέξης κάθισε δίπλα της και πέρασε το χέρι του πίσω από την πλάτη της προσεκτικά. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του:" Ξέρεις πόσα χρόνια φανταζόμουνα να κάθομαι έτσι μαζί σου; Όμως εσύ πάντα με έβλεπες μικρή."

"Όμως πια ξέρω. Ξέρω οτι είσαι μια όμορφη, έξυπνη  γυναίκα που θέλω να έχω για πάντα κοντά μου."

Η Θάλεια αισθανόταν τόση χαρά που φοβόταν. Τα μάτια της έκλειναν σιγά σιγά. Πάλευε να κρατηθεί ξύπνια, όμως τα φάρμακα τη νικούσαν. Δεν κατάλαβε πότε την πήρε ο ύπνος.

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now