Κεφάλαιο 23

3.5K 375 5
                                    

Ο Αλέξης κοίταξε αδιάφορα τον κόσμο στα γύρω τραπέζια.

Βγήκε με τη Νόρα για φαγητό, μετά από προτροπή του πατέρα του, που ανησυχούσε. Ο Νικήτας έβλεπε το γιο του, μέσα σε όλη τη φουρτούνα που τους βρήκε, να χάνει σιγά σιγά τον εαυτό του. Αν και καταλάβαινε την συμπεριφορά της Θάλειας απέναντί στον ίδιο, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί πλήγωσε τόσο πολύ τον Αλέξη, σε βαθμό που εκείνος άρχισε να πίνει και ήταν μονίμως αφηρημένος.  Ο Νικήτας γνωρίζοντας οτι ο Αλέξης δεν θα αρνούνταν  να συμμορφωθεί με την προτροπή του να βγει με τη Νόρα, επειδή δεν θα ήθελε να τον στεναχωρήσει, ήθελε να βοηθήσει το γιο του να ξεφύγει από τις σκέψεις που τον βασάνιζαν.

Έτσι ο Αλέξης καθόταν τώρα σε ένα εστιατόριο του κέντρου, σε έναν κήπο, που ήταν γεμάτος από μωβ μπουκαμβίλιες, μαζί με τη Νόρα. Το μυαλό του όμως είχε μείνει πίσω στην Θάλεια και το πληγωμένο ύφος που είχε όταν τον είδε στο αυτοκίνητο με τη Νόρα. Τι ήθελε να του κάνει; Γιατί φερόταν τόσο αψυχολόγητα; Στο κάτω κάτω αυτή δεν ήθελε να είναι μαζί.

"Που ταξιδεύεις;" Η φωνή της Νόρας τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Θα σταματούσε να ασχολείται με την Θάλεια. Δεν άξιζε τον κόπο. Χαμογέλασε : "Πουθενά. Θα παραγγείλουμε;"

Καθώς έπιναν το κρασί τους η Νόρα κοίταξε το πρόσωπο του Αλέξη και τον ρώτησε όλο αθωότητα. "Είδες την Θάλεια στον δρόμο; Μας χαιρέτησε. Διάβασα οτι αρραβωνιάζεται με τον Πέτρο Γράδη. Ποιος στην χάρη της. Ο πατέρας Γράδης λύνει και δένει αυτόν τον καιρό. Αλλά πες μου ποιον θα παντρευότανε;  Αυτόν με την δύναμη και τα λεφτά φυσικά. Θα επέλεγε την καλύτερη δυνατή τύχη για τον εαυτό της. Ιδίως τώρα που χάθηκαν οι άντρες του σπιτιού, ψάχνει να βρει αυτόν που θα της εξασφαλίσει όλες τις ανέσεις, για την υπόλοιπη ζωή της."

Ο Αλέξης όση ώρα μιλούσε η Νόρα, έσφιγγε το κολονάτο ποτήρι του κρασιού, ώσπου έγινε θρύψαλα  μέσα στο χέρι του κάνοντας τη Νόρα να φωνάξει τρομαγμένη. Κάποτε θα έβριζε τη Νόρα που τολμούσε να εκφράζει τέτοιες απόψεις για την αθώα του Θάλεια, αλλά τώρα τι θα μπορούσε να της πει,  αφού και αυτός τα ίδια πίστευε. Σφίγγοντας τα δόντια του, έπιασε τις χαρτοπετσέτες για να σκουπίσει τα αίματα που έτρεχαν από το χέρι του.


Η Κλειώ κοίταξε την Μαρία που έδειχνε να τα πηγαίνει πολύ καλά με τον Κώστα. Χόρευαν συνέχεια προκαλώντας ο ένας τον άλλο. Στην αρχή η Μαρία πλησίασε τον Αντρέα για να του πιάσει κουβέντα αλλά η ψυχρότητά του την απομάκρυνε πολύ γρήγορα, κάνοντας την Κλειώ να σκεφτεί: 'και έτσι γλίτωσες το ξεμάλλιασμα φιλενάδα.' Η Κλειώ είχε ήδη μιλήσει με την Μαρία για τον ξεροκέφαλο αστυνομικό που της έκανε τη ζωή δύσκολη και ενώ ενδιαφερόταν για εκείνη, την κρατούσε σε απόσταση. Η άποψη της φίλης της ήταν οτι ο μόνος τρόπος να τον κάνει να παραδοθεί, θα ήταν να ρίξει όλες τις άμυνες του, κάνοντας τον να χάσει τον έλεγχο. Έτσι ο ίδιος θα αναγκαζόταν να παραδεχτεί τι πραγματικά ήθελε. 

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now