Κεφάλαιο 39

4.3K 365 5
                                    

Το ασθενοφόρο σταμάτησε στην είσοδο του νοσοκομείου και οι νοσοκόμοι έτρεξαν βιαστικά για την παραλαβή  της ασθενούς. Πίσω από το ασθενοφόρο ακολουθούσε ένα συμβατικό αυτοκίνητο της αστυνομίας.  Ο Αλέξης μαζί με τον Αντρέα πήγαν κοντά στο φορείο όπου βρισκόταν η κατάχλωμη Θάλεια, αναίσθητη.

"Θάλεια, Θάλεια μ'ακούς; Είμαι εδώ, κοντά σου. Θα γίνεις γρήγορα καλά." Ο Αλέξης έτρεχε δίπλα από το φορείο, κρατώντας το παγωμένο της χέρι. Ο Αντρέας τους ακολουθούσε. Όταν έφτασαν έξω από τα χειρουργεία, ο Αλέξης αναγκάστηκε να αφήσει το χέρι της Θάλειας και να μείνει πίσω, με τον Αντρέα δίπλα του.

"Αν πάθει κάτι, τι θα κάνω;" Η απόγνωση χρωμάτιζε τη φωνή του. Πήγε δίπλα στις πόρτες του χειρουργείου και χτύπησε τις γροθιές του στον τοίχο. Ο Αντρέας πήγε και τον έπιασε από τον ώμο: "Ηρέμησε όλα θα πάνε καλά. Η Θάλεια είναι δυνατό κορίτσι θα τα καταφέρει."

"Πρέπει να ειδοποιήσω τον πατέρα μου. Πρέπει να μάθει και εσύ πρέπει να πας στην Κλειώ. Όπου να'ναι θα ξυπνήσει."

"Ναι, αν δεν της έδιναν ηρεμιστικό δεν ξέρω τι μπορεί να πάθαινε από το άγχος της για την Θάλεια. Βγήκε εκτός εαυτού." Είπε ο Αντρέας στεναχωρημένος.

"Πήγαινε, θα βγω να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου και μετά θα γυρίσω εδώ."


Ο Αλέξης βγήκε έξω και μίλησε με τον πατέρα του, που αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε  οτι θα πήγαινε να τον βρει στο νοσοκομείο. Ο Αλέξης πήγε πάλι στο χώρο αναμονής μπροστά από τα χειρουργεία και περίμενε, κάνοντας βόλτες πέρα δώθε.

Όταν έφτασε ο πατέρας του ακόμη δεν είχε καθίσει. Ο πατέρας του τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε σε μία από τις καρέκλες: "Κάτσε και ηρέμησε. Έτσι όπως πας θα αρρωστήσεις εσύ όταν θα γίνει καλά η Θάλεια."

"Δεν καταλαβαίνεις; Εκείνη υπέφερε μόνη της και  εγώ ήμουν θυμωμένος μαζί της. Μας βοήθησε μπαμπά. Όλα εκείνη τα έκανε."

"Πάντα έλεγα οτι είναι αξιόλογο κορίτσι, όμως δεν πρέπει να κατηγορείς τον εαυτό σου γιατί  δεν μπορούσες να ξέρεις τι συνέβαινε πραγματικά, αφού η ίδια επέλεξε αυτό τον δρόμο. Ήταν μόνη της, γιατί δεν ήθελε να βάλει διλήμματα σε κανέναν άλλο. Πήρε όλο το βάρος πάνω της. Ίδια ο πατέρας της." Είπε με νοσταλγία για τον φίλο του ο Νικήτας.

"Αν ήξερες τι της είπα και τι της έκανα... θα καταλάβαινες οτι είμαι ασυγχώρητος. Πνίγομαι, δεν ξέρω τι να κάνω.. και όσο σκέφτομαι οτι μπορεί να μην την ξαναδώ.."

Τα χρώματα του έρωταWhere stories live. Discover now