Κεφάλαιο 37

3.2K 181 10
                                    


   Είμαστε στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας στο μέρος συνάντησης, εγώ κάθομαι στο πίσω κάθισμα, με τα χέρια μου φυλακισμένα στις σιδερένιες χειροπέδες. Ατενίζω τα τοπία που περνάμε, κάνοντας διάφορες σκέψεις. 

 Είναι βράδυ ο κόσμος είναι στα σπίτια του κλεισμένος, προσπαθώντας να προετοιμαστούν για τον χειμώνα. Το κρύο έχει αντικαταστήσει, την λίγη ζέστη που είχε απομείνει. Πάντα ο μουντός καιρός με κάνει να μελαγχολώ, ίσως επειδή δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα, όμως το αποφάσισα, άμα βγω ζωντανή θα κάνω μια νέα αρχή με το μωράκι μου, οι δύο μας, δεν θα μας ενοχλήσει κανείς.

 Χαϊδεύω την κοιλιά μου, νιώθω ένα ζευγάρι μάτια να παρακολουθεί την κίνηση μου, που την επαναλαμβάνω ξανά και ξανά, δεν γυρνάω να τα συναντήσω, δεν θέλω, φοβάμαι για το τι θέλουν να μου πουν, απλώς εύχομαι να μην εμφανιστεί ποτέ του στην συνάντηση, να κάνει μια νέα αρχή, με κάποια που αγαπάει, να δημιουργήσει μια οικογένεια, δεμένη και αγαπημένη, κάτι που δεν μπόρεσα να του προσφέρω εγώ.

 Θέμης pov:

 Κοιτάω που χαϊδεύει την μικρή, μη ορατή κοιλιά της, μια ανεξήγητη επιθυμία με έχει πιάσει, να αγγίξω την κοιλία της. Θα γίνει μια υπέροχη μητέρα και εγώ θα είμαι δίπλα της. Δεν ξέρω τι έχω πάθει και σκέφτομαι τέτοια πράγματα! Αυτή η κοπέλα από τότε που την γνώρισα, σε όσους μίλαγε και έκανε παρέα, έβγαζε τον φωτεινό τους εαυτό!

 Το κινητό μου δονήθηκε, το έβγαλα από το σακάκι μου, ήταν μήνυμα από την ομάδα, είναι όλοι έτοιμη. Τέλεια, το τέλος πλησιάζει. Η διαδρομή συνεχίστηκε ήρεμα χωρίς κουβέντα, νεκρική σιγή, μου άρεσε, δεν είχα όρεξη για κουβέντες, ούτε φωνές, ας την αφήσω να ηρεμήσει και να ετοιμαστεί για το γεγονός!

End Θέμης pov 

   

 Έπειτα από δύο ώρες ταξίδι, φτάνουμε σε ένα απομονωμένο μέρος, που το μόνο που υπάρχει είναι μια εγκατελελιμένη αποθήκη. Ο Πέτρος μου ανοίγει την πόρτα και βγαίνω έξω, κάνει κρύο έξω, ο Θέμης με πιάνει από την μέση, με σπρώχνει απαλά και με οδηγεί μέσα στην αποθήκη. Θεέ μου εδώ κάνει ακόμα ποιο πολύ κρύο, κάθομαι σε μια φθαρμένη καρέκλα και τρίβω τα χέρια μου, ώστε να ζεσταθώ, αλλά τίποτα, τότε αισθάνομαι κάτι να σκεπάζει τους ώμους μου

-"Δεν θέλουμε να μας αρρωστήσετε!"γυρνάω και κοιτάω τον Θέμη, να μου δίνει το παλτό του και εκείνος να μένει, με το σακάκι του

Θα Σα Αγαπώ Για Τώρα Και Για 100 ΖωέςWhere stories live. Discover now